το δέλεαρ → τα δείλατα, τα δελέατα

banned13

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 2972
    • Gender:Female
Το δέλεαρ είναι αρχαία ελληνική λέξη

Και φυσικά έχει και πληθυντικό, τα δελέατα, αν και χρησιμοποιείται σπάνια, όπως λέει και το ΛΚΝ:

δέλεαρ το [δélear] O (συνήθ. στην ονομ. και αιτ. εν.) πληθ. σπάν. δελέατα  : απατηλό μέσο που διαθέτει ελκτική δύναμη, και με το οποίο γίνεται προσπάθεια προσέλκυσης κάποιου: Xρησιμοποίησε την υπόσχεση του γάμου ως ~ για να την κερδίσει.   [λόγ. < αρχ. δέλεαρ `δόλωμα΄]

Αν σε κάποιους από μας η λέξη "δελέατα" ηχεί εντελώς εξωτική ή ακόμα και ανύπαρκτη, τότε, η καλύτερη λύση είναι να αποφεύγουμε να χρησιμοποιήσουμε τον πληθυντικό και να περιοριζόμαστε στον ενικό.

Ο συνήθης ύποπτος, πάντως, της ΝΕΤ ξεμπέρδεψε θεωρώντας το "δέλεαρ" μάλλον ξένη λέξη ή άκλιτη, οπότε, πρωί-πρωί διέπραξε το εξής:

ΜΗΝ ΥΠΟΚΥΠΤΕΤΕ ΣΤΑ ΔΕΛΕΑΡ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ


δέλεαρ - Ancient Greek (LSJ)

το δέλεαρ   
του δελέατος   
το δέλεαρ   
δέλεαρ   
τα δελέατα   
των δελεάτων   
τα δελέατα   
δελέατα
δέλεαρ - Νέα Ελληνικά : Κλίση, Λεξικό Νέας Ελληνικής, Ορθογραφία, Αναγνώριση, Γραμματική (Νεοελληνική Και Λόγια) - Lexigram
« Last Edit: 05 Jun, 2022, 18:18:33 by spiros »


banned8

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 131
    • Gender:Male
Και το Λεξικό της ΝΕΓ λέει: μόνο ονομ. και αιτ. εν.

Προσωπικά δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να γράψω ο ίδιος ή να δεχτώ τα εξής:
του δελέατος της εξουσίας
τα δελέατα των τραπεζών
και ίσως να προβληματιζόμουν με το «των δελεάτων», γιατί πόσο να προκαλέσεις το αφτί του άλλου;
Αλλά δεν είμαστε το ίδιο διστακτικοί με το φρέαρ.
Φρέατος, φρέατα, φρεάτων, ουκ ολίγα στο διαδίκτυο.



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73387
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Το είχα ξεχάσει αυτό το νήμα.

Ούτε κι εγώ θα είχα πρόβλημα να πω «τα δελέατα» - απλώς δεν μου έχει τύχει να το χρειαστώ σε κάποιο κείμενο.
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


Oblitron

  • Full Member
  • ***
    • Posts: 564
    • Gender:Male
Μου θυμίσατε παλιό ρεπορτάζ (παλιορεπορτάζ) που μιλούσε για την "κίρρωση του ήπαρ"... Και κάποιος, δε θυμάμαι ποιος, το κορόιδευε προφέροντάς το "heepar" με αμερικανική προφορά.

Παρεμπιπτώντως, το Google βρίσκει στην καθισιά του και 200 περιπτώσεις "κύρωσης του ήπατος". Και πολύ σωστά κατά τη γνώμη μου. Ήπιες κύριε ήπαρ; Θα υποστείς τις κυρώσεις!
« Last Edit: 26 Jun, 2007, 16:25:42 by nickel »



banned8

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 131
    • Gender:Male
Καλή η υπενθύμιση του ήπατος – για να πω ότι, εκεί που έχουμε καθιερωμένες εκφράσεις, «μου κόπηκαν τα ήπατα», κανένας δεν θα διανοηθεί να χρησιμοποιήσει τη λέξη σαν να ήταν άκλιτη.


stathis

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 3372
    • Gender:Male
Γελάτε, αλλά να σας δω όταν μπει ο επόμενος αρχαιόπληκτος για να πει ότι, εκτός από το δέλεαρ, και το σόναρ είναι αρχαία ελληνική λέξη.
(Παραφθορά του όναρ, το οποίο μας έκλεψαν οι Ρωμαίοι και το έκαναν sognare.)


banned8

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 131
    • Gender:Male
Το όναρ μάλιστα. Άκλιτο, μόνο στον ενικό. Και ελληνικότατη. Όπως άλλωστε το μπαρ (από το βαρ βαρ των βαρβάρων).


Oblitron

  • Full Member
  • ***
    • Posts: 564
    • Gender:Male
Και το μπουρμπουάρ [sic], από το μπούρου μπούρου που πιάνει η σερβιτόρα για να καλοπιάσει τους πελάτες.

Για το σιτάρ έχω κάποιες αμφιβολίες (το όργανο, όχι το δημητριακό).


Dr Moshe

  • Full Member
  • ***
    • Posts: 301
    • Gender:Male
  • Shir HaShirim 8:6,7
Αγαπητοί φίλοι,

Ασφαλώς το δέλεαρ δεν είναι άκλιτο και ήταν χαρά μου να δω ότι έμπειροι μεταφραστές το νιώθουν κλιτό και σχηματίζουν σωστά τον πληθυντικό του. Βεβαίως ο εξομαλισμένος πληθυντικός δελέατα, αν και καθ' αυτόν απόλυτα σωστός, δεν είναι αρχαίος: οι αρχαίοι προτιμούσαν τον τύπο δείλατα, που προκύπτει με αναπληρωτική έκταση από *δέλFατα. (Λεπτομέρειες για τους αθεράπευτα σχολαστικούς, που όμως δεν ακυρώνουν καθόλου τον ομαλό πληθυντικό δελέατα...).

Αν μου επιτρέπεται να προεκτείνω λίγο τη συζήτηση, ίσως θα άξιζε να τεθεί υπ' όψιν των συνεργατών η συχνή εσφαλμένη ακλισία ελληνικών λέξεων όπως το πλαγκτόν (...*μείωση του πλαγκτόν, αντί του πλαγκτού), τριπλούν (ο αθλητής *τού τριπλούν, αντί του τριπλού [άλματος]), ακόμη δε και το κακόμοιρο το δάκρυ (που σε βιβλίο γνωστού συγγραφέα εμφανιζόταν στην παραμορφωμένη γενική *ενός δάκρυ!).

Ίσως θα μπορούσε να υπάρξει χωριστό νήμα για τις περιπτώσεις αυτές ή να καλυφθούν από κοινού.

Ευχαριστώ.
A Reina, mi tesoro

אשׁת־חיל מי ימצא ורחק מפנינים מכרה :Mishle משׁלי  31:10
A woman of valour who can find? For her price is far above rubies (JPS)


 

Search Tools