big spender → σπάταλος, πολυέξοδος, που δαπανά μεγάλα ποσά, που κάνει πολλά έξοδα, που ξοδεύει πολλά χρήματα, ανοιχτοχέρης, ανοιχτοχέρα, τρυπιοχέρης, τρυπιοχέρα, σκορπιοχέρης, σκορπιοχέρα, γαλαντόμος, κουβαρντάς, κουβαρντού, χουβαρντάς, χουβαρντού, απλοχέρης, απλοχέρα, κιμπάρης
spiros ·
1 · 49