συγγνώμη η & (προφ.) συγνώμη η O30α : η συγκατάθεση, η επιείκεια που ζητάει κάποιος για να του συγχωρεθεί ένα σφάλμα που διέπραξε, μια άπρεπη ή άστοχη ενέργεια ή συμπεριφορά: Zητώ ~. Kατάλαβε το λάθος του και ζήτησε ~. Aπαιτώ να μου ζητήσει ~. || απόλυτα (με παράλειψη του ρ. ζητώ) συγγνώμη, συγχωρήστε με: ~, δεν το ήθελα. ~, που σας ενοχλώ. ~, αν σας κούρασα. ~, δεν εννοούσα αυτό. || ευγενικός τρόπος για να αποταθούμε σε κπ.: ~, κύριε, σας έπεσαν τα τσιγάρα. ~, δεσποινίς, μήπως ξέρετε πού είναι το Δημαρχείο; ~, αλλά εδώ απαγορεύεται το κάπνισμα! || (δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης, με την οποία κάποιος συγχωρεί κπ. άλλο για ένα παράπτωμα που διέπραξε και αίρει τις νομικές συνέπειες. [λόγ. < αρχ. συγγνώμη `επιείκεια, συχώρεση΄ & σημδ. γαλλ. pardon· απλοπ. του συμφ. συμπλ. [ŋγn > γn] για διευκόλυν ση της άρθρ.]
ΛΚΝ
Ενδιαφέρον. Γράφουμε «συγγνώμη» και λέμε «συγνώμη». Αυτό εννοεί;
Frederique, δεν λέει αυτό!
Η εγγραφή είναι ακριβώς:
συγγνώμη η [siŋγnómi] & (προφ.) συγνώμη η [siγnómi] O30α...Δηλαδή οι προφορές είναι:
συγγνώμη [siŋγnómi] όπου το πρώτο <
γ> προφέρεται ως ο φθόγγος
άγμα [
ŋ] και ακολουθεί το δεύτερο <
γ> προφερόμενο ως [
γ]. Το άγμα προφέρεται ως
μαλακοϋπερωικό/ουρανικό ν όπως π.χ. προφέρεται το <
γ> στη λέξη
άγχος [aŋχos] και
συγνώμη [siγnómi] χωρίς να δηλώνεται ούτε και προφέρεται κάποιο
άγμα.
(Η συντομογραφία
προφ. (= προφορικός) στο λήμμα δημιουργεί σύγχυση, εκτός άν δηλώνει ότι στον προφορικό λόγο είναι πιο συχνό το
συγνώμη)