pursue legal action → κινούμαι νομικώς, κινούμαι νομικά, ακολουθώ τη νομική οδό, κινώ νομικές διαδικασίες, κινούμαι διά της νομικής οδού, προσφεύγω στην δικαιοσύνη, προσφεύγω σε νομικά μέσα, προσφεύγω σε ένδικα μέσα, προσφεύγω νομικώς, στρέφομαι δικαστικά
spiros ·
1 · 143