Ζωή Καρέλλη, Για τους νεκρούς λόγια
I
Τι απογίνονται οι αναμνήσεις των νεκρών
που μένουν μέσα μας; Τα πρόσωπά τους
κρατούν μελαγχολίας έκφραση,
σα να ρωτούν, γιατί δεν έζησαν μαζί μας;
Ο θάνατος είν’ απειράριθμος,
είναι οι νεκροί πολλοί και λησμονούμε,
όμως εκεί που δεν το περιμένουμε, θυμούμαστε,
θυμούμαστε πολύ, με πόνο
και δεν μπορούμε να καταλάβουμε τον θάνατο
που κλείνει τη ζωή.
II
Αγαπημένα πρόσωπα, χαμένα, κανένα
δε θα μείνει απ’ αυτά, ούτε
μες στην καρδιά μας, ίσως.
Γι’ αυτό λυπούνται οι νεκροί.
Ξέρουν μες στην οδυνηρή γαλήνη τους,
στην ησυχία την τρομακτική
που τους ξαπλώνει, ξέρουν την αποσύνθεση
απ’ τη μορφή τους την περαστική,
απ’ την μοναδική, δική τους παρουσία
και πιο πολύ λυπούνται που θα χαλάσει
η εμορφιά τους, στη δική μας τη ζωή.
III
Τους πεθαμένους σκέφτομαι βιαίως,
εκείνους που πέθαναν, δίχως να θέλουν
να τελειώσει η ζωή τους, εκείνους
που να ζήσουν ήθελαν ακόμα
κι όμως έχασαν τη ζωή τους.
Είναι αυτοί, που ζούνε μέσα μας.
Κρατούμε τη ζωή τους, μέσα μας
απήχηση οδυνηρή, βάρος
απάνω στην ψυχή απ’ το σώμα μας
η ζωή τους, που τη φανταζόμαστε καλή
και ξέρουμε πως δεν την έζησαν.
Γίνονται οι κινήσεις που δεν έκαναν
μέρος της ζωής μας και σταματούν.
Τα μάτια μας πασκίζουν
να τους κοιτάζουν, τι θα έκαναν,
θέλουν να τους ιδούν. Έτσι τους αγαπούν.
Πασκίζουν να μη λησμονήσουν τις κινήσεις
που οι πεθαμένοι θα έκαναν,
ώσπου πια λησμονούν.
IV
Θέλουμε να νικήσουμε τον θάνατο
που κουβαλούμε μέσα μας.
Δίχως εξήγηση, τι θ’ απογίνουν
οι νεκροί, που ζούνε μέσα μας;
Ες βόθρον, ρέε δ’ αίμα κελαινεφές∙ αι δ’ εγέροντο
ψυχαί υπέξ ερέβης νεκύων κατατεθνηώτων.
[...]
οι πολλοί περί βόθρον εφοίτων άλλοθεν άλλοι
θεσπεσίῃ ιαχῇ [...]
Οδύσσειας Λ
Ω, πόσο τη ζωή αποζητούν οι πεθαμένοι!
Εκείνοι, που πέθαναν, κοιτάζουν
τους ζωντανούς και τους επιθυμούν.
Είν’ απαγορευμένοι αυτοί στα Ηλύσια.
Είναι οι χωριστοί, οι αποχωρισμένοι πια,μ
οι πεθαμένοι, καθώς έχουν πεθάνει
βλέπουν, μα δεν μπορούν
να πουν τίποτα πια πραγματικά
στους ζωντανούς. Πόσο τους θέλουν,
τους αγαπούν, ζητούν να παν κοντά τους,
μαζί τους να σταθούν, απ’ όλα πιο πολύ,
την αγάπη νοσταλγούν οι πεθαμένοι,
την αγάπη απ’ το σώμα που πλησιάζει,
όμως το ξέρουν, πως δεν μπορούν να πλησιάσουν,
που μένουν δίχως σώμα πια,
κι αυτό το νοσταλγούν και το θυμούνται
τ’ ωραίο σώμα των ανθρώπων της ζωής.
Είν’ η τυράννια τους πικρή,
ξέρουν κι αν τους επιτραπεί
να πλησιάσουν τους αγαπημένους
ωραίους ανθρώπους, που ζουν
κι αν παν να τους αγγίξουν, κοντά τους,
αυτοί δε θα αισθανθούν το άπιαστο άγγιγμά τους
και δε θα βρουν απάντηση οι άφαντοι πεθαμένοι.
Από τη συλλογή Η εποχή του θανάτου (1948)