Μια χαρακτηριστική ιστορία για τον Βασίλη Φαϊτά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οργανώθηκαν από την Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση και τη Λέσχη Γραμμάτων και Τεχνών Β.Ε., υπό την αιγίδα του δήμου, μία σειρά από ετήσιες πανελλήνιες ποιητικές συναντήσεις στο Θέατρο του Κήπου. Όλες οι εκδηλώσεις είχαν μεγάλη επιτυχία και τις παρακολούθησε ένα κοινό 500 περίπου ατόμων.
Σε μία από τις συναντήσεις, ο Βασίλης Φαϊτάς διάβασε, μεταξύ των άλλων, και ένα ποίημά του που σίγουρα θα παραθέσεις εδώ, Βίκυ. Κατέβηκε μετά από τη σκηνή και κάθισε στη σειρά μπροστά μου. Εντελώς απρόσμενα τότε, ένα άγνωστο κοριτσάκι 7-8 χρονών έγειρε από πίσω και του χάιδεψε τα μαλλιά.
Με τον Βασίλη συναντηθήκαμε στο τάγμα έξω απ' τον Λοφίσκο, ένα χωριό κοντά στον Λαγκαδά. Εκείνος ήταν διμοιρίτης όλμων κι εγώ υποδιοικητής του λόχου βαρέων όπλων (καθόλου ποιητικές ιδιότητες). Ήμασταν εκεί μια τρομερή παρέα, εφτά έφεδροι ανθυπολοχαγοί του πεζικού που περίμεναν να τους στείλουν στον Έβρο και ολημέρα συνωμοτούσαν κατά της εθνικής κυβερνήσεως (πεζό κι αυτό).
Εκεί διαπίστωσα ότι, όπως υπάρχει κεραυνοβόλος έρωτας, έτσι υπάρχει και κεραυνοβόλα φιλία. Είχαμε παρόμοια ψυχοσύνθεση, κοινή αντίληψη του κόσμου, τα ίδια ενδιαφέροντα, την ίδια αίσθηση χιούμορ. Ήμασταν εξίσου οργισμένοι και οι δύο (βρίζαμε και με παρόμοιο τρόπο). Ως και το πρώτο μας ποιητικό βιβλίο είχαμε βγάλει την ίδια χρονιά (1966), εγώ με τίτλο «Οι άταφοι», εκείνος «Άποικοι της νύχτας». Γίναμε αχώριστοι.
Τις νύχτες που οι άλλοι την έβγαζαν σε σκηνές, εμείς σκαρφαλώναμε στην καρότσα ενός επιταγμένου φορτηγού, ξαπλώναμε στο σανίδι και μελετούσαμε τα άστρα (αυτό ποιητικό). Ο Βασίλης ήξερε τα πάντα για το διάστημα και έλυνε όλες τις απορίες μου. Για νόβες και σουπερνόβες, μαύρες τρύπες και λευκούς νάνους, U.F.O. και διαστημικά ταξίδια. Και η επωδός μας κάθε βράδυ ήταν «πότε θα έρθουν επιτέλους οι εξωγήινοι να βάλουν κάθε κατεργάρη στον πάγκο του και να δώσουν ένα τέλος στην οδύνη αυτού του κόσμου» (ε, ναι, ουτοπικό, τι περίμενατε;).
Δεν βλεπόμαστε συχνά τα τελευταία χρόνια, όμως η φιλία μας παραμένει ακέραια ως τώρα (για την ακρίβεια ως χθες το μεσημέρι που πήγαμε για φαγητό). Τη δεκαετία του '80 εγώ τον πάντρεψα, τη δεκαετία του '90 εκείνος βάφτισε τον Νίκο μας (σε ηλικία 15 ετών εννοείται για να πάρει την απόφαση μόνος του). Ο Βασίλης είναι φοβερό παιδί (οι γνήσιοι ποιητές, όπως και τα ξωτικά, δεν έχουν ηλικία) αλλά, όσο κι αν γκρίνιαζα επί χρόνια, τρίτο βιβλίο δεν έβγαλε. Έχει όμως μερικά ποιήματα αδημοσίευτα που θα του τα πάρω για την ανθολογία με το ζόρι.
Κι ακόμη περιμένουμε τους εξωγήινους.