Δημήτρης Δημητριάδης: Κατάλογοι. 1 (4)
[…]
Να ξεριζώσουν πρέπει όλοι τα μάγουλα, να θυσιάσουν τα χέρια και το σάλιο,
να γλείψουν μ’ ανεπανόρθωτες μετάνοιες τα σάβανα των θυμάτων,
να ζητήσουν έλεος για τους σκορπιούς που οργιάζουν μες στα στόματα,
να ασκηθούν στον τρόμο της αδυναμίας και στην πύρινη πλάκα της παραδοχής,
να λατρέψουν την ταπεινότητα του χόρτου,
να δεηθούν στην αλήθεια των εσωτερικών μαστιγώσεων,
να ομολογήσουν το λάθος της λύσσας των δοντιών και
να δοκιμαστούν από την ένταση της αποτυχίας και
να περάσουν από τα μαρτύρια των ατελεύτητων ενατενίσεων του τέλους και
να ανοιχτούν να ανοιχτούν ν’ ανοιχτούν
σα σφάγια στο άκουσμα των νέων μαθημάτων. Το μάθημα του χάους,
του μηδενός και του βλέμματος, το μάθημα της υποταγής και της προσφοράς,
το μάθημα της ανάγνωσης των κινήσεων της καρδιάς και του μυαλού
επάνω στην παραπλανητική διάταξη του προσώπου,
το μάθημα της πολύτροπης τρυφερότητας, το μάθημα
του αναγκαιότατου πόνου, του θεοφιλέστατου πόνου, του προοριστικού,
το μάθημα της εξάσκησης στην ερημιά και την απόγνωση,
το μάθημα του θανάτου τους.
Αλλά πριν,
ικανοί να επωμίζονται το φορτίο του σώματος,
πρέπει να τα δουν όλα.
Να δουν τον άντρα να σκοτώνει σαν άντρας τη γυναίκα
πριν και μετά τη συσσάρκωση,
τη γυναίκα να κουλουριάζεται μέσα στην κάλτσα του άντρα
σφίγγοντας στα σπλάχνα της τον σπόρο που την έκανε γυναίκα.
Να δουν την εξαγρίωση των σεντονιών
που πνίγουν μέσα στον ύπνο του τον κάτοχο όλης της ύλης
για να ισορροπήσουν στην καρδιά του
αυτό που έχει μ’ αυτό που έπρεπε να χάσει για να κερδίσει το θάνατο.
Να δουν τις λέξεις, Να δουν τις λέξεις, να τις δουν
να γίνονται πολυκέφαλα καρφιά μέσα στην κοιλιά εκείνων
που τις προφέρουν με κομπασμό ακατονόμαστο
για ν’ ανοίξουν το νέο κύκλο της σοδειάς τους με το τέλος του παλιού,
τα κομμένα κεφάλια κάτω από τα μαξιλάρια,
τις πεταμένες γλώσσες μέσα στα ποτήρια, τα ψαλιδισμένα αυτιά
ανάμεσα στις σελίδες των ακριβών βιβλίων με τους ουράνιους στίχους,
τα ψυγεία με τα ξεριζωμένα εντόσθια, τις ψυχές
να τις τρων σαν ψίχουλα τα μυρμήγκια με το σιδερένιο στομάχι,
Και το αίμα να τρέχει σα ν’ άνοιξαν οι στέρνες της καρδιάς
επάνω στο γραμμόφωνο με την αχόρταγη φωνή της καταδίκης
και να τη λούζει σα φόρεμα αγάλματος γυμνού καινούριας ειδωλολατρίας,
τη Γνώση να μαδιέται μες στις τζέπες
ανάμεσα σε προφυλακτικά, τσαλακωμένα πενηντάρικα, λίγδα εσωρούχων
και μπόχα άπλυτων γεννητικών οργάνων,
τις παράγκες με τα στοιβαγμένα πτώματα των φιλοσόφων
μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις, διαπομπεύσεις, αποσαρκώσεις
μπροστά σε συναθροίσεις πληθυσμών
που εκστασιάζονται από το έρεβος,
τις καταδικαστικές αποφάσεις για όσους ερωτεύονται παράφορα,
τη χαρωπή κονκάρδα της ξεκοιλιασμένης, της παλουκωμένης και
εγκεφαλοσυντριμμένης δυσευτυχίας τής με τα βγαλμένα μάτια,
της με την κομμένη γλώσσα, της με τα πριονισμένα δάχτυλα, της
με τα πυρωμένα σύρματα μέσα στ’ αυτιά, της με τις σφυριές
σ’ όλα τα κόκαλα, της με το πέρασμα και ξαναπέρασμα και ξανά
μέσα από τα περιστρεφόμενα ξυράφια που αλέθουν όλο το αγλάωμα της σάρκας
αφήνοντας για τα σκυλιά των άπορων δρόμων τα σπασμένα σαγόνια,
να δουν.
Να δουν την αδυναμία του χεριού ν’ αγγίξει ένα άλλο χέρι
που τίποτε στον κόσμο δεν έχει πιο κοντά του,
τον εφιάλτη που φυτρώνει σα δέντρο ενοράσεως
στη γυμνή κοιλάδα των δακρύων της ζωής μας,
το σάπισμα του σώματος, το σώπασμα της μουσικής, τη διάψευση της ελπίδας,
το νύχτωμα της ομορφιάς, το θρίαμβο της αποτυχίας,
το τέλος των πύρινων επικλήσεων του έρωτα,
την καταξίωση της υπεροψίας,
την επικράτηση του αίσχους, την ενθρόνιση του αίσχους,
τη βασιλική στέψη του αίσχους
μ’ αληθινή πορφύρα και δάφνινο στεφάνι
από ατόφιο χρυσάφι και κάθετο φως,
περίπλοκο νεφρίτη γύρω από το λαιμό και ζώνη
από κραυγές αξεδιάλυτων θηρίων,
και τη σιωπή των διαστημικών εκτάσεων που μας προσμένουν
όπως προσμένει ο μάντης την επιτέλεση της μαντείας,
την κυκλική κίνηση την αέναη γύρω από την ξέφρενη μαϊμού
που κατουρά ηδονισμένη το εικόνισμα της Αναστάσεως του Κυρίου,
τα εγκαίνια της Χιλιετηρίδος των Κοπράνων,
την ποίηση να χάνεις τις αλληγορίες και τις κυριολεξίες
και το κάλλος το μονογενές να το χορταίνουν μόνο τα φίδια
με το διαπεραστικότερο σφύριγμα και τη διχάλα ανάμεσα στα φρύδια,
και την αγάπη να διαψεύδεται, την αγάπη να φρενολύνεται,
την αγάπη να κοψοαιμάσσεται με λύσσα,
την αγάπη να βορβοροτρέφεται, να κοπρανοχορταίνει, να ξερατώνεται,
να αποπατοδίνεται, να κρατικοδέρνεται, να μωροφτύνεται,
να εγκορμιάζεται,
να γλωσσομιαίνεται,
να πελμώνεται, να ερπετιάζεται, να τετραποδώνεται, να παλαμώνεται
ξανά και ξανά και από γενεά σε γενεά και από ύψος σε άλλο ύψος,
να στραβισμώνεται, να παρακρουσιάζεται, να σεισμίζεται,
να απωλειώνεται μέσα σ’ οχεντρικές κοιλότητες,
να μορφάζεται ως γυναικείο στόμα με τρεις σειρές χειλιών,
ως πέμπτο πόδι του αλόγου και ως ουρά που ξεφυτρώνει απ’ το στήθος
της νυφίτσας της ανύμφευτης και της ξεπατωμένης απ’ τα συνάνθρωπα δόκανα,
[…]
Από τη συλλογή Κατάλογοι 1-4 (1980)