Ανέστης Ευαγγέλου, Προετοιμασία και ώρες αναμονής πριν από μακρύ ταξίδι
I
Στη σειρά καθόμαστε και περιμένουμε:
έτοιμες οι βαλίτσες, οι αποσκευές.
Βλέπεις την ώρα, βηματίζεις,
όλο αναμονή ’σαι, ανησυχία,
κι οι μελλοντικοί σύντροφοι, όλοι
σιωπηλοί, μοναχικοί, σαν χαμένοι
μέσα τους, μιλούνε και στη στιγμή
αισθάνεσαι στην αδιάκοπη απουσία:
μόνοι, πικροί και σαν υπνωτισμένοι.
II
Δεν σε αρνούμαι, ζωή, με όσα κι αν φέρνεις
όμως πολύ, με θάνατο, μου έρχεσαι αλλοιωμένη.
Πολλές παραχωρήσεις έκαμα, δείχτηκ’ απέναντί σου
συγκαταβατικός, στην οδύνη κατεύνεσα,
αγάπησα σχεδόν τούτους τους στενούς
λασπωμένους δρόμους, τη νύχτα, την ομίχλη και τα τρωκτικά —
όμως μη με εξαντλείς, στο έσχατο
μη με φέρνεις σημείο.
III
Αφού το ξέρεις πως δε σε σηκώνει αυτός ο τόπος
ετοίμασε τα πράγματά σου και να περιμένεις
υπομονετικά μ’ όλους τους άλλους:
μας αναμένει χώρος ευρύτερος, πλατύς από μουσική
και μια μορφή από νέφος διάφανο που περιέχει το φως.
IV
Σάμπως μερικοί γέροι ναυτικοί
που όλους τους πόντους γύρισαν και τώρα
σ’ ένα λιμάνι απορριγμένοι, ξέμπαρκοι
(βαθύς καημός τους τρώει και τους παιδεύει)
γυρνάν στα ντοκ όλη την ώρα, στα μουράγια
κι όλο τα μάτια στη γραμμή του ορίζοντα στυλώνουν
κάτι προσμένοντας ολοένα νά ’ρθει κι οι άλλοι,
οι στεριανοί, δεν τους καταλαβαίνουν και περίλυπα
την κεφαλή κινούν νομίζοντας τρελοί πως είναι —
έτσι πώς μοιάζουμε κι εμείς που εδώ
συναγμένοι, όλο και τα ρολόγια μας κοιτούμε
σιωπηλοί, με γλυκιά ’παντοχή, οι κατατρεγμένοι,
οι πρόσφυγες, οι δίχως στέγη, όμως και με πόσο
βαθύ, μυστικό πόνο για την ώρα που έρχεται:
οι στενοί δρόμοι που περπατήσαμε κι ο έναστρος
ουρανός από πάνω, τα ερημικά δέντρα,
το ήσυχο περπάτημα του ήλιου πάνω στο κορμί,
το καλό χώμα, η βροχή, τα ήμερα απογέματα,
όλα αντιστέκονται και μας κρατούν και πώς
έτσι άξαφνα να τα παρατήσεις.
(Είμαστε σαν τα δέντρα που τα ξεριζώνουν,
τα στέλνουν σε τόπο πιο εύφορο, να ευδοκιμήσουν.)
Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως (1960)