ΛΚΝαδιάκριτος (1) -η -ο […] 1. που δείχνει ανάρμοστη περιέργεια για τις υποθέσεις των άλλων, […] 2. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη διακριτικότητας: […]
αδιάκριτα EΠIPP: Φέρθηκες πολύ ~. […].
αδιάκριτος (2) -η -ο : που δεν μπορεί να τον ξεχωρίσει κάποιος, να τον διακρίνει από κτ. άλλο: […] αδιάκριτα & (λόγ.)
αδιακρίτως EΠIPP χωρίς διάκριση, χωρίς επιλογή: Xτυπούσε ~. Aπαγορεύτηκε η είσοδος σε όλους, αδιακρίτως φύλου ή ηλικίας. […].
Πηγή:
περιγλώσσιο