crisis-resistant → ανθεκτικός στην κρίση, ανθεκτικός στις κρίσεις, που αντέχει στην κρίση, που αψηφά τις κρίσεις, που αψηφά την κρίση, που μένει ανεπηρέαστος από την κρίση, που μένει ανεπηρέαστος από τις κρίσεις
spiros ·
1 · 223