Τώρα τελευταία, όλο και περισσότερο ακούω - κυρίως από τους ρεπόρτερ της τηλεόρασης - τη λέξη "άνηκε" (π.χ. το διαμέρισμα άνηκε σε..., το κλεμμένο όχημα άνηκε στον... ), αντί της πιο οικείας, σε μένα τουλάχιστον, λέξης "ανήκε". Είναι κι αυτό άλλη μια πρόσφατη εξέλιξη της γλώσσας μας;
Τι να σου πω;
εδώ [ΛΚΝ] πάντως αναφέρεται έτσι:
ανήκω [aníko] P πρτ. ανήκα, μτχ. ανήκοντας : 1.αποτελώ μέρος ή μέλος ευρύτερου συνόλου (ομάδας, συλλόγου, κόμματος κτλ.): O άνθρωπος ανήκει στα θηλαστικά. O αδελφός μου ανήκει σε ορειβατικό όμιλο. H Eλλάδα ανήκει στην Eυρώπη. || ανάγομαι, αναφέρομαι σε κτ.: Aυτά ανήκουν στο παρελθόν. Tα όνειρα ανήκουν στο χώρο του υποσυνείδητου. 2. είμαι στην κυριότητα κάποιου, είμαι κτήμα κάποιου, υπάγομαι στο χώρο ευθύνης, δικαιωμάτων κάποιου. α. (για έμψ.): O δούλος ανήκε ολοκληρωτικά στον αφέντη του. H καρδιά μου σου ανήκει. β. (για άψ. ή αφηρ.): Tο κτήμα / το σπίτι μού ανήκει. || Tο μέλλον ανήκει στους νέους. H ευθύνη ανήκει στην κυβέρνηση. Tου ανήκει μια θέση στον ήλιο. 3. αντιστοιχώ, αναλογώ: O καθένας μας πήρε αυτό που του
ανήκε. 4. αρμόζω, ταιριάζω: Tου ανήκει κάθε έπαινος. 5. (απρόσ.) αποτελεί δικαίωμα, υποχρέωση, πρέπει: Στους νέους ανήκει το να καλυτερέψουν την κοινωνία. Σ΄ εσένα ανήκει το να αποφασίσεις τι θα κάνεις. [λόγ. < ελνστ. ἀνήκω, αρχ. σημ.: `φτάνω μέχρι΄]