Σας παραθέτω την εμπειρία μου ελπίζοντας ότι δεν θα συμβεί κάτι παρόμοιο σε κάποιον άλλο από εμάς:
Στις 23-03-2010 έστειλα δοκιμαστικό στον εκδοτικό οίκο Θυμάρι. Μετά από αρκετούς μήνες μου πρότειναν να μεταφράσω ένα βιβλίο από τα γερμανικά. Μου ζήτησαν να στείλω το πρώτο κεφάλαιο μόλις το τελειώσω, για να κάνουν κάποιες επιλογές σχετικά με την ορολογία της συγγραφέως, που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω στη συνέχεια. Μου φάνηκε αναμενόμενο, γιατί από τα σχόλια που διάβασα στο δοκιμαστικό φαινόταν ότι το άτομο που το είχε διαβάσει δεν συμφωνούσε με τις θέσεις που εκφράζει η συγγραφέας στο συγκεκριμένο βιβλίο (μορφή συστημικής θεραπείας), και μάλλον δεν είχε γνώση του αντικειμένου.
Στις 11-10-2010 έστειλα το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, μαζί με ένα αρχείο με παρατηρήσεις και διευκρινίσεις για σημεία που θεώρησα ότι θα ήταν άγνωστα στον έλληνα αναγνώστη. Δεν έλαβα όμως καμία απάντηση. Έστειλα υπενθύμιση στις 18-11-2010, αλλά και πάλι δεν έλαβα καμία απάντηση, οπότε θεώρησα ότι μπορώ να ξεχάσω και το βιβλίο και τη συνεργασία.
Όμως στο τέλος Ιανουαρίου μου τηλεφώνησε ο εκδότης για να μου πει ότι το δοκιμαστικό μου είναι «απαράδεκτο». Του εξήγησα ότι δεν είναι δοκιμαστικό, αλλά το πρώτο κεφάλαιο, και ρώτησα ποιες είναι οι αντιρρήσεις του. Μου είπε ότι η μετάφραση έγινε κατά λέξη και είναι ακατανόητη, «… αυτό δεν είναι μετάφραση, είναι μεταγλώττιση» (!) και άλλα αβάσιμα που δεν αξίζει να μεταφέρω. Επίσης, παραδέχτηκε ότι δεν ξέρει γερμανικά, επιμένοντας παρ’ όλα αυτά ότι η μετάφραση είναι κατά λέξη. Αυτό που ήθελε, ήταν να δώσει το μεταφρασμένο κείμενο στον νέο του μεταφραστή «να το διορθώσει και να το σουλουπώσει», και «να πάρετε κι εσείς κάτι» … Αρνήθηκα, και τότε με ρώτησε τι θα κάνω αν τυχόν στο βιβλίο που θα βγάλει υπάρχουν κομμάτια από τη δική μου μετάφραση, γιατί θα μπορούσε, «τυχαία» πάντα, ο μεταφραστής του να μεταφράσει κάποια κομμάτια όπως τα είχα μεταφράσει κι εγώ. Το τι συμβαίνει, είναι βέβαια προφανές...
Χριστίνα Αυγερινού-Lummel