shunt → παροχέτευση, αναστόμωση, παράκαμψη, διαφυγή, μετακίνηση, σπρώξιμο, επικοινωνία, ρείθρο, διακλάδωση, διακλαδωτήρας, παράλληλη σύνδεση, παράπλευρη κυκλοφορία, μεταφορά συρμού σε παρακαμπτήριο γραμμή, ρείθρο, μικροτρακάρισμα, στρέφω σε παρακαμπτήριο γραμμή, απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι, αλλάζω, εκτρέπω, απωθώ, ωθώ κατά μέρος, απομακρύνω, παραμερίζω, κάνω στην άκρη, μετακινώ στην άκρη, βάζω στην άκρη, σπρώχνω στην άκρη, σπρώχνω στην μπάντα, σπρώχνω στην μπάντα, αλλάζω σιδηροτροχιά
banned13 ·
15 · 8063