Έκφραση
Ετυμολογία: κατά το δοκούν < κατά + δοκοῦν, ουδέτερο της μετοχής ενεστώτα του αρχαίου απρόσωπου ρήματος δοκεῖ (φαίνεται καλύτερο, θεωρείται πιο σωστό)
— σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του καθενός, όπως του φαίνεται καλύτερο, όπως νομίζει ο καθείς
- Εδώ υπάρχουν αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, δεν μπορεί ο κάθε συνδικαλιστής να διαπραγματεύεται κατά το δοκούν (όπως νομίζει, αυθαίρετα)
- Εγώ είπα γύρνα νωρίς απόψε, αλλά εσύ το ερμήνευσες κατά το δοκούν και γύρισες νωρίς το πρωί (όπως σε βόλευε)
- Α, φίλε, δεν θα μου υπαγορέψεις εσύ τι θα ψηφίσω. Η ψήφος πάει κατά το δοκούν (την δίνει όπου θεωρεί ο καθένας καλύτερα) Βικιλεξικό
Communicate. Explore potentials. Find solutions.