χλωμός ή χλομός;
χλωμό - χλομό
χλωμή - χλομή
χλωμός -ή -ό [xlomós] Ε1 : 1.(για την επιδερμίδα, κυρ. του προσώπου) ωχρός, κίτρινος: Ήταν ~ από την πρόσφατη αρρώστια του / από την αναιμία. Έγινε ~ από το φόβο του. 2. (για λάμψη, φως) που δεν είναι δυνατός, έντονος: H χλωμή λάμψη των μακρινών αστεριών. Tο χλωμό φως του φεγγαριού / καντηλιού. || (μτφ.): Οι χλωμές αναμνήσεις / εικόνες της νιότης του, που δεν έχουν διατηρηθεί έντονα στη μνήμη. ΦΡ χλωμό πρόσω πο, χαρακτηρισμός των λευκών από τους ινδιάνους. βλέπω κτ. χλωμό, ως απάντηση που δηλώνει αμφιβολία πραγματοποίησης ή και ματαίωση: Θα σε δω αύριο; - Mπα, χλωμό το βλέπω. χλωμούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ.
[μσν. χλομός < *φλομός (ανομ. χειλ. συμφ. [f-m > x-m] ) < ελνστ. φλόμος (από το κιτρινωπό χρώμα του) με μετακ. τόνου κατά το τονικό σχ.: ουσ. - επίθ.: κάστανο - καστανός, ψάρι - ψαρός· χλωμ(ός) -ούτσικος]
—
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδηχλομός και παλ. γρφ.
χλωμός, -ή, -ό, Ν· 1. (ιδίως για την όψη τού προσώπου) ωχρός, κίτρινος, λόγω έντονης ψυχικής συγκίνησης ή παθολογικής κατάστασης («είναι πολύ χλομός τελευταία»)· 2. (για φύλλα ή άνθη) κιτρινισμένος, μαραμένος· 3. άτονος, θαμπός («αξεδιάλυτο και το φεγγάρι / μια χλωμή αντηλιά», Παλαμ.)· 4. (ποιητ.) (για συναισθήματα και διαθέσεις) αυτός που εκδηλώνεται δειλά, αδύναμος («χαρές παιδιάτικες, χλωμές... σ' είχαν γλυκοφιλήσει...», Ζερβ.)· 5. (το αρσ. ως ουσ.) ο χλομός και παλ. γρφ. χλωμός· (βοτ.) κοινή ονομασία είδους τού φυτού ελελίσφασκος. Επίρρ. χλομά και παλ. γρφ. χλωμά Ν· με χλομό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φλόμος«είδος φυτού», μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *φλομός (πρβλ. κάστανο: καστανός) με τροπή τού -φ- σε -χ-, κατ' επίδραση τών λ. χλωρός, χρώμα, από όπου και η γρφ. τής λ. με -ω-. Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τού επιθ. χλωρός με μια από τις λ. ωμός με σημ. «ασθενής, αδρανής», χρώμα ή τρόμος, άποψη η οποία, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].
—
Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας χλομός, -ή. -ό (σχολ. ορθ.
χλωμός, -ή, -ό) 1. αυτός που είναι ωχρός, που δεν έχει χρώμα στο πρόσωπό του (εξαιτίας ασθένειας ή έντονης ψυχικής μεταβολής): ~
κορίτσι ΣΥΝ. κίτρινος, (μειωτ.-λαϊκ.) χλεμπονιάρης· φρ.
χλομά πρόσωπα οι λευκοί Ευρωπαίοι άποικοι στην Αμερική, όπως τους αποκαλούσαν οι γηγενείς Ινδιάνοι 2. (μτφ.) άτονος, χωρίς ζωντάνια: ~
βλέμμα ||
η παρουσία του στη συζήτηση υπήρξε ~ συν. άτονος, αδύναμος αμ. έντονος, καθαρός 3. (αργκό-οικ.) ελάχιστα πιθανός- κυρ. στη φρ.
το βλέπω χλομό: χλομό το βλέπω να πάρουμε αύξηση ΣΥΝ. δύσκολο, απίθανο. (υποκ.) χλομούλης, κ. χλομούτσικος.
[ΕΤΥΜ. μεσν. < μτγν. φλόμος (βλ.λ.). με καταβιβασμό τού τόνου και τροπή τού φ- σε χ- κατ' επίδραση των χλωρός, χρώμα, όπου οφείλεται και η εσφαλμένη γραφή με -ω- (χλωμός)].
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη χλωμός -ή -ό και
χλομός(για άνθρωπο) που έχει χάσει λόγω αδιαθεσίας ή φόβου, ταραχής ή άλλου συναισθήματος το φυσιολογικό χρώμα του, κυρίως στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να φαίνεται ωχρός, πελιδνός, υποκίτρινος
(για το φως) αμυδρός, αδύναμος
χλωμός - Βικιλεξικό