Από τα λίγα που ξέρω και τα ακόμα λιγότερα που πρόλαβα να δω, επισημαίνω τα εξής. Το constructive trust μπορεί να υπάρχει είτε αυτοδικαίως είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης (οπότε μιλάμε για remedial constructive trust).
Πρόκειται για θεσμό του equity, που σημαίνει αφενός ότι είναι δυσνόητος για μας και αφετέρου ότι υπόκειται σε συνεχή εξέλιξη.
Χονδρικά: Constructive trust δημιουργείται εκ του νόμου όταν κάποιος (ο Α) έχει αποκτήσει νομοτύπως κάτι, το οποίο, σύμφωνα με άλλο κανόνα δικαίου, ανήκει συνολικά ή εν μέρει σε κάποιον άλλον (τον Β). Το ελληνικό δίκαιο θα ακύρωνε την πράξη απόκτησης ή θα εφάρμοζε τους κανόνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το common law λύνει το πρόβλημα διαφορετικά. Επιτρέπει στον Α να διατηρήσει τυπικά την κυριότητα του πράγματος αλλά χορηγεί δικαιώματα (πλήρη ή περιορισμένα) στον Β ώστε να μπορεί να το καρπώνεται ουσιαστικά (και) εκείνος.
Δεν μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή καλύτερη απόδοση από το «αυτοδίκαιο εμπίστευμα» ή «εμπίστευμα εκ του νόμου». Μπορείτε να σκεφτείτε κάτι καλύτερο;
Αν έχει κάποια ειδική οικονομική/χρηματιστηριακή έννοια, αυτό δεν το ξέρω. Πάντως διστάζω να εμπιστευτώ (no pun intended) μεταφράσεις λεξικών για το συγκεκριμένο θέμα. Πρώτα πρώτα, όλα ανεξαιρέτως τα λεξικά μεταφράζουν το trust ως «καταπίστευμα» αντί για «εμπίστευμα». Πρόκειται για λάθος: Η καταπίστευση είναι θεσμός αποκλειστικά του κληρονομικού δικαίου, πράγμα που δεν ισχύει για το trust. Δυστυχώς, είναι εξαιρετικά κοινό λάθος και οφείλεται στη δικαιολογημένη δυσκολία κατανόησης του θεσμού του trust από έναν Έλληνα.
Παραθέτω και τον ορισμό του Oxford Dictionary of English:
A trust imposed by equity to protect the interests of the beneficiaries when a trustee or some other person in a fiduciary relationship gains an advantage through his position. It differs from an implied trust in that no reference is normally made to the expressed or presumed intention of the parties. The constructive trust is sometimes regarded as a flexible device to prevent an injustice, for example, when a person who has acquired by fraud the property of another seeks to retain it. Recently, when one person (A) owns property to which another (B; usually a spouse or cohabitant) has contributed, or where there has been an informal agreement between A and B that B should have an interest in the property, a constructive trust has been imposed on A for B’s benefit to achieve a fair result. Constructive trusts are also used where property is held by third parties who know or should have known that the property in question is trust property or the subject of a fiduciary relationship, or who have interfered or meddled with such property. This concept has been much used in cases of commercial fraud.
Με βάση και τον παραπάνω ορισμό, νομίζω ότι το implied trust είναι "τεκμαιρόμενο εμπίστευμα", δεδομένου ότι τεκμαίρεται η βούληση των μερών.