Or whether doth my mind, being crowned with you, Drink up the monarch's plague, this flattery? Or whether shall I say, mine eye saith true, And that your love taught it this alchemy, To make of monsters and things indigest Such cherubins as your sweet self resemble, Creating every bad a perfect best, As fast as objects to his beams assemble? O! 'tis the first, 'tis flattery in my seeing, And my great mind most kingly drinks it up: Mine eye well knows what with his gust is 'greeing, And to his palate doth prepare the cup: If it be poisoned, 'tis the lesser sin That mine eye loves it and doth first begin. | Ή μην ο νους μου, που με σένα στεφανώθη ρουφάει τη λώβη του άρχοντα, την κολακεία; Ή μην να ειπώ απ’ το μάτι μου η αλήθεια ειπώθη που ’μαθε απ’ την αγάπη σου την αλχημεία από εκτρώματα και τέρατα να κάνει πάγκαλα χερουβείμ, στο κάλλος να σου μοιάζουν, κι ό,τι άσκημο σε τέλειο κάλλος να το φτάνει μόλις οι αχτίνες του οτιδήποτε ματιάζουν; Ω, είναι το πρώτο: η όρασή μου κολακεύει κι ο μέγας νους μου τα ρουφάει βασιλικά, τη γέψη του το μάτι ξέρει να χαϊδεύει και για τη γούλα του στην κούπα να κερνά. Αν έχει μέσα δηλητήριο, αψηφώ το, μια και το μάτι μου αγαπάει και πίνει πρώτο. |