Μάνος Χατζιδάκις & Νίκος Γκάτσος, Ο εφιάλτης της Περσεφόνης
(τραγούδι: Μαρία Φαραντούρη / δίσκος: Τα παράλογα (1976))
Εύα Λιάρου-Αργύρη, Έρως – θάνατος
[Ενότητα Εννεάμερον]
(Δήμητρα)
Της νύχτας όχι δεν ήταν
Τα μαύρα τα φτερά.
Τα δάχτυλα της μέρας ήταν και αλλάζει
ιδού σκυθρώπιασε ο κάμπος ως άστρο λυπημένο
Ναι τα φιλιά ήταν
Φιλιά εκατό του Νάρκισσου και μάτια από ώχρα,
κι απόγευση στο στόμα της πικρή η γύρις ήταν.
Άνθρωπος ή λουλούδι, φθαρτός ή μήπως άφθαρτος ο πόθος;
Τίποτε,
τίποτε δεν της έλεγε το λάλημα στ’ αυτιά
η μαύρη γλώσσα των πουλιών,
το χαμοπέταγμά τους τίποτε δεν της λέει.
Το ιερό προαίσθημα
που την καρδιά της πάταε
στο άγουρο ξύπνημά της
τίποτε δεν σημαίνει,
ξόρκι η ευχή δεν εννοεί βαθύτερα,
δεν έβλεπε μακρύτερα.
Δεν ήταν ν’ αναβάλλει,
να ζήσει δεν της έγραφαν
οι εξωτικές οι Μοίρες.
(Χορός)
Και να την που πορεύεται στα ίχνη μιας μικρής φωτιάς,
νύφη κακογραμμένη, αλλά ώριμη λεύκα,
για να δεχτεί το αστραφτερό τσεκούρι μιας βάσκανης ματιάς.
(Περσεφόνη)
Κι όμως, η αγάπη βρίσκεται παντού,
αόρατη μέσα στο σώμα, ή φυλακισμένη σε μια γυάλινη σφαίρα,
σε μάτια που ίσως ποτέ δεν θα αντικρίσουν το φως.
(Χορός)
Ποιος
σπέρνει πάνω απ’ την ευχή της μάνας Δήμητρας;
Ποια
κλαίει μες στης τύχης της την θολωτή αγκαλιά;
Και πώς
το ξύπνημά της ένα οχ
και κρύσταλλο των ομματιών της η βροχή;
Φυσάει τρελός ο βοριάς από τη Θράκη
και κλείνει τα παράθυρα για πάντα.
Από τη συλλογή Το άρωμα της άνοιξης και του θανάτου (2003)