trust → εμπιστοσύνη, πεποίθηση, πίστη, καθήκον, υποχρέωση, ευθύνη, υπεύθυνη θέση, εμπιστευτική θέση, έργο, αποστολή, παρακαταθήκη, φύλαξη, καταπίστευμα, εμπίστευμα, ομάδα προσώπων διαχειριζόμενη χρήματα, περιουσία για λογαριασμό άλλου, κληροδότημα για λογαριασμό άλλου, τραστ, συνδικάτο, ένωση ομοειδών επιχειρήσεων, εμπιστεύομαι, δείχνω εμπιστοσύνη, επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι, ευελπιστώ, είμαι βέβαιος, εμπιστεύομαι, αναθέτω φύλαξη, αναθέτω εποπτεία, αναθέτω διαχείριση, δίνω πίστωση σε

Troy · 17 · 4192

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854566
    • Gender:Male
  • point d’amour
trust → εμπιστοσύνη, πεποίθηση, πίστη, καθήκον, υποχρέωση, ευθύνη, υπεύθυνη θέση, εμπιστευτική θέση, έργο, αποστολή, παρακαταθήκη, φύλαξη, καταπίστευμα, ομάδα προσώπων διαχειριζόμενη χρήματα, περιουσία για λογαριασμό άλλου, κληροδότημα για λογαριασμό άλλου, τραστ, συνδικάτο, ένωση ομοειδών επιχειρήσεων

trust → εμπίστευμα
settlor (of a trust) → εμπιστευματοθέτης
trustee → εμπιστευματούχος
beneficiary (of a trust) → εμπιστευματοδόχος

Ορόγραμμα, Αρ.152 Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2018
« Last Edit: 16 Nov, 2020, 17:35:44 by spiros »



 

Search Tools