Διονύσης Σαββόπουλος, Τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο δυο (δίσκος: Φορτηγό (1966))
Σταύρος Ζαφειρίου, Κάποιο άνοιγμα
Τα χείλη ανοίγουν διάπλατα. Παγανιστική λατρεία των κάτασπρων δοντιών, βουρτσισμένων επιμελώς με οδοντόκρεμα, εμπεριέχουσα MFP φλουοράιντ.
Η αίσθηση του ιδρώτα ανάμεσα στις δυο ενωμένες παλάμες. Η αίσθηση των χρωμάτων πίσω απ’ το κρύσταλλο του ποτηριού. Διατεταγμένα σώματα. Η σιωπή των διάφανων βολβών. Η λάμψη. Βίωσε την ηδονή της μυστικής συνουσίας. Το ρόπτρο κινείται μηχανικά. Κανένας ήχος. Η αντίφαση. Το ποδήλατο. Η καθαρίστρια στις σκάλες. Η μοναξιά σαν ηθικός προσανατολισμός μέσα στο χώρο. Ο φόβος την ώρα που σβήνει το τελευταίο κίτρινο φως και οι μάσκες πέφτουν για ύπνο. Το αλκοόλ. Η αποκάλυψη. Η ηδυπάθεια. Παροξυσμοί εξομολόγησης. Οργισμένες μαθήτριες προσπερνούν σφυρίζοντας απουσίες. Υγρές πεταλούδες ξεφεύγουν μέσα απ’ τα σκέλια τους κι αυτοχτονούν, αγγίζοντας τα καλώδια του ηλεχτρικού. Ο έρωτας συνωστίζεται στο σεντόνι. Ούτε μια φράση χωρίς περιστροφές. Το κορμί της ελευθερίας αιωρείται ρυθμικά στο τσιγκέλι της αυταπάτης. Κατέβασε τους νεκρούς απ’ τις κρεμάστρες. Το απρόοπτο γέλιο. Η μαγεία του ανέλπιδου κλάματος. Το τασάκι με το σβησμένο τσιγάρο. Το κραγιόν πάνω στο φίλτρο. Εξορυγμένα τα μάτια των θαμώνων τσακίζονται στο τραπέζι. Ξεχειλίζει ο τρόμος των καθημερινών αντικατοπτρισμών. Περίμενε πίσω από την πόρτα. Την έξοδο. Τη λαχτάρα. Το πάθος στο τρίξιμο του μεντεσέ. Τα περασμένα μεγαλεία θα ξανάρθρουν εποχούμενα, κορνάροντας την αγάπη και την άρνηση. Προσεχτικά τ’ ανάγλυφα αγγελάκια των τοίχων ξεφλουδίζονται. Πέφτουν. Τα ζεστά τους μάγουλα συντρίβονται στο ξύλινο πάτωμα. Ερωτισμός στα γυμνά τοπία της πόλης. Μαγνητοταινίες σιδηροχρωμίου αναπαράγουν χωρίς παραμόρφωση τις καραμπόλες του μπιλιάρδου στα σφαιριστήρια της ασφάλειας. Οι φύλακες περιφέρονται ανάμεσα στ’ αγάλματα. Ρευστότητα ακίνδυνων και διαρκών οργασμών. Δολοφόνησε το φως από νέον. Τα ακόρντα του κοριτσιού διαπερνούν το παράθυρο. Καρφωμένα φιλιά στα μαλλιά της Μονρόε το βλέμμα του Τσάπλιν, το χαμόγελο του Ντην, τα άλματα του Λένον στον ουρανό του ροκ εν ρολ. Οι μονόλογοι του κοριτσιού διαπερνούν το παράθυρο. Η ζωή αρχίζει τα μεσάνυχτα με ψευδώνυμα και μεταμφιέσεις. Στο εισιτήριο της επιστροφής καρφιτσωμένο το τραπουλόχαρτο που θα εξιλεώσει την πασιέντζα. Μια φράση. Τρυφερότητα χωρίς συμβολισμούς. Αγωνία χωρίς δραπετεύσεις. Η σκιά απομακρύνεται ακροπατώντας. Στα δάχτυλά της η λάσπη της θάλασσας. Στο πουκάμισό της το αίμα των γκαρσονιών. Μοναχικά ταξίδια με αστραφτερά αυτοκίνητα. Με τον Ρεμπώ να παλινδρομεί και ν’ απαγγέλλει το τέλος του ορίου ταχύτητας. Ο τρελός του χωριού ψιθυρίζει την ομορφιά. Χτύπησέ τον πριν τη φωνάξει. Υποταγή στην ανάγκη. Κουρασμένα παιδιά περιπλανιούνται με νυχτερίδες κρεμασμένες στις μασχάλες. Σκιαγραφούν ευχαριστίες και χειραψίες. Βαρυσήμαντες λέξεις θρησκευόμενων επισήμων. Τα μπράβο των θεατών και τις ολόσωμες υποκλίσεις των θεατρίνων στις παραστάσεις τις φορτισμένες με γαρίφαλα. Κυοφόρησε τα καινούρια ποιήματα. Οι άπραγοι ήρωες αγναντεύουν γύρω-γύρω τους επιβήτορες των καλλιτεχνών, τους ξυπόλητους νέγρους που μιλούν κι αγκαλιάζουν τη γη. Μικρές αράχνες κεντούν λεπτούς, ακίνδυνους τίτλους. Ο χρόνος μιλάει αργά και καθαρά. Τα χοντρά χείλη της φαλακρής τραγουδίστριας τυπωμένα στα χαρτομάντιλα, σήμα κατατεθέν της αγάπης της.
Λίγο αργότερα… πολύ αργότερα, δεκάδες μισόγυμνα κορίτσια θα καπνίζουν αμέριμνα, καθισμένα στα παγκάκια του πάρκου, τις τρυφερές γαλάζιες ανεμώνες που θα φυτρώνουν στα στήθη τους, με όλους τους προβολείς στραμμένους στα ελαφρά, μεταξωτά τους εσώρουχα.
Λίγο αργότερα… πολύ αργότερα, χιλιόμετρα ασπρόμαυρου φιλμ θα προβάλλονται, κομματιασμένες εικόνες, στα ερείπια των ντισκοτέκ και των σούπερ μάρκετ.
Αύριο, θα λεν οι παλιοί, θα φορέσει την καινούρια του πανοπλία.
Από τη συλλογή ... και να μπλοφάρουμε στο όνειρο (1984)