Γιάννης Αγγελάκας, Θάλαμος Α
[Ενότητα Εκτροφείο ανάγωγων σκιών]
Πρώτα πρώτα ήταν εκείνη η ιδέα να πάρω τους δρόμους αναζητώντας στην τύχη ένα καλοφτιαγμένο κομψό βαλιτσάκι με βελούδινη επένδυση και επίχρυσο κούμπωμα, να αδειάσω μέσα του τον απόπατό μου και ύστερα να το φυλάξω μακριά από ξένα χέρια και βλέμματα, να το κρατήσω μαζί μου μέχρι να ψοφήσω.
Σύμφωνα λοιπόν με κείνη την πρώτη ιδέα, σε κάποιον απ' τους εν λόγω περιπάτους μου σκοντάφτω σε κάτι βαρύ, που δεν είναι άλλο από αυτό το γαμημένο κουτί που αναζητώ.
Πιο όμορφο, πιο επιβλητικό απ' όσο το ονειρευόμουνα, ξεπερνάει και τις πιο αποπνιχτικές μου φαντασιώσεις. Τ’ ανοίγω και είναι γεμάτο πολύτιμες πέτρες, εκθαμβωτικά μαργαριτάρια, χρυσά και πλατινένια ζάρια.
Είμαι ευτυχισμένος, ή μάλλον όχι, αυτό δε λέει τίποτα, επιτέλους υπάρχω κατειλημμένος από τον ίλιγγο και το φούντωμα πριν την ολοκλήρωση της οριακής μου προσδοκίας.
Αδειάζω με βιασύνη το μυθικό και συνάμα αδιάφορο περιεχόμενό του στον πρώτο σκουπιδοτενεκέ που συναντώ και κρατώντας το σφιχτά στην αγκαλιά μου ψάχνω μια ήσυχη γωνιά να το γεμίσω επιτέλους με τα μοναδικά τυχαία μου περιττώματα.
Μ' όλα αυτά προσπαθώ κι εγώ σαν καθωσπρέπει κυνικός να κρατήσω την απαιτούμενη απόσταση από τον εαυτό μου, εμποδίζοντάς τον έτσι να μπει στο πετσί οποιουδήποτε ρόλου, ακόμα και αυτού για τον οποίο μπορεί να γεννήθηκε.
Μια τέτοια νύχτα με τέτοιες σκέψεις ο ύπνος θα ’ρθει σαν ζαχαρωμένο φαρμάκι.
Αυτός ο εύκολος ύπνος που τιμάει μεμιάς ελαφριά και αιθέρια πνεύματα σαν και του λόγου μου. Έρχεται πάντα λίγο πριν τον καλέσω. Μ’ αγαπά και με ξέρει καλά. Κι εγώ του παραδίνομαι αμέσως κάτω από τα περιφρονητικά βλέμματα παλιών αγαπημένων φαντασμάτων που ενοικούν μόνιμα πλέον στις σκοτεινές γωνιές της κάμαράς μου. Σταματάω τώρα και χαζεύω όλες αυτές τις λέξεις που άπλωσα πάνω στο ανυπεράσπιστο κωλόχαρτο. Τις σιχαίνομαι. Τις βλέπω αραδιασμένες τη μία δίπλα στην άλλη και νιώθω ανίκανος να συλλάβω το φανερό τους προσωπείο, την καλυμμένη τους προστυχιά, τη ματαιότητά τους. Τις μισώ τόσο που καταλαμβάνομαι από τη μανία να γεννήσω κι άλλες, στριμώχνοντας όσο πιο πολλές μπορώ, έτσι που στο τέλος να τις δω να ασφυκτιούν, να σαλεύουν απελπισμένες η μια πάνω στην άλλη, να κουλουριάζονται από δύσπνοια, να κλαψουρίζουν παγιδευμένες, να ξεψυχούν.
Ως εδώ. Καταλαβαίνω πού το πάω και δεν πρόκειται να με εμποδίσω.
Μ’ αυτό το κατάφωρο μίσος μου για οποιαδήποτε Τέχνη δεν μπορεί παρά να οδηγηθώ από την πίσω της πόρτα στα κρυφά της σφαγεία, εκεί που ακόμη η αγάπη ελπίζει και ο έρωτας παίρνει μπρος σαν μοτόρι μηχανής του κιμά που περιμένει να περάσω στο χωνευτήρι του την καρδιά μου, πρησμένη από ψόφια λαγνεία, για να μου την ξαναπροσφέρει στις ματωμένες μου χούφτες. Μια λαμπερή τούφα από τα ξανθά μαλλιά της Μ.
Πριν συλλάβω οτιδήποτε, σκέφτομαι αμέσως την καταστροφή του. Για την ακρίβεια, η ανάγκη να καταστρέψω κάτι συγκεκριμένο μου δημιουργεί την επιθυμία να το γεννήσω.
Εκτροφείο ανάγωγων σκιών. Το θυμάμαι ακόμα. Εκεί μέσα ένιωσα πρώτη φορά τον εαυτό μου.
Από τη συλλογή Πώς τολμάς και νοσταλγείς, τσόγλανε; (1999)