διαδώσουμε ή διαδόσουμε; → διαδώσουμε

spiros · 1 · 16351

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854561
    • Gender:Male
  • point d’amour
διαδώσουμε ή διαδόσουμε;

Quote
Να μην ξεχάσω να σας συγχαρώ για την άψογη ορθογραφία σας («Ας το διαδόσουμε», με «ο» και όχι με «ω»). Επιτέλους να μάθουμε σωστή ορθογραφία από ανθρώπους που ξέρουν.
youtube.com/watch?v=JxSYQfGkml0

Simple past-Subjunctive   
Singular   Plural
1st   διαδώσω   διαδώσουμε & διαδώσομε dial.
2nd   διαδώσεις   διαδώσετε
3rd   διαδώσει   διαδώσουν & διαδώσουνε oral.
http://www.neurolingo.gr/online_tools/lexiscope.htm?term=%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%B4%CE%AF%CE%B4%CF%89

να διαδώσω  
να διαδώσεις να διαδώσης (λόγ.)
να διαδώσει να διαδώση (λόγ.)
να διαδώσομε / να διαδώσουμε να διαδώσωμεν (λόγ.)
να διαδώσετε  
να διαδώσουν
να διαδώσουνε (προφ.)
Ελληνομάθεια

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαδίδω [δiaδíδo] -ομαι Ρ αόρ. διέδωσα, απαρέμφ. διαδώσει, παθ. αόρ. διαδόθηκα, απαρέμφ. διαδοθεί : 1. ενεργώ ώστε κτ. να εξαπλωθεί σε ένα ευρύτερο σύνολο, να επεκταθεί σε μεγάλο αριθμό προσώπων: ~ μια ιδέα / επιστήμη / συνήθεια / μόδα. || Οι Aπόστολοι διέδωσαν το χριστιανισμό σε όλο σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο, τον έκαναν γνωστό σε (και δεκτό από) πολλούς ανθρώπους, σε πολλά μέρη. 2α. κάνω κτ. ευρύτερα γνωστό, το κοινολογώ: ~ μια φήμη / ένα μυστικό. H είδηση μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα και διαδόθηκε αστραπιαία σε όλο το χωριό. || Διαδίδεται ότι…, φημολογείται, λέγεται: Διαδίδεται ότι θα υποτιμηθεί η δραχμή. β. (παθ., φυσ.) μεταβιβάζομαι: H θερμότητα διαδίδεται με ακτινοβολία / με ρεύματα. Tο φως διαδίδεται με κύματα.
[λόγ. < ελνστ. διαδίδω `κάνω γνωστό΄ < αρχ. διαδίδωμι `δίνω από χέρι σε χέρι΄]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
« Last Edit: 04 Dec, 2011, 14:13:25 by wings »


 

Search Tools