διά ή δια; → διά
διά [δiá] πρόθ.· παθαίνει έκθλιψη πριν από φωνήεν· (βλ. και δια-) : (λόγ.) I. χρησιμοποιείται μόνο σε εκφράσεις ή φράσεις· δηλώνει συνήθως: 1. (με γεν.) α. τρόπο· με. (έκφρ.) διά της βίας. διά χειραψίας. διά βοής. δι΄ ανατάσεως της χειρός. διά μακρών. ΦΡ διά γυμνού οφθαλμού. διά της τεθλασμένης (οδού). διά πυρός και σιδήρου. || διέλευση. (έκφρ.) διά μέσου. διά θαλάσσης. β. χρόνο· για. (έκφρ.) διά βίου. διά παντός. άπαξ διά παντός.ΦΡ στο δι΄ ευχών. το δι΄ ευχών. 2. (με αιτ.) α. αιτία. ΦΡ διά τον φόβο(ν) των Iουδαίων. β. συμπέρασμα. (έκφρ.) διά ταύτα. διά τούτο. διά παν ενδεχόμενο. II. (μαθημ.) ονομασία του συμβόλου ή σημείου της διαίρεσης (:)· προςAI6: Εκατό διά δέκα ίσον δέκα. Hμίτονο α διά συνημίτονο β.
[λόγ.: I: αρχ. διά· II: αρχ. διά στη σημ.: `μέσα από΄ σημδ. γαλλ. par]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
διά (δι-ά) κ. δι' (πριν από φωνήεν) πρόθ. (λόγ.) δηλώνει: 1. διέλευση από τόπο (διά μέσου) (+γεν.): ταξίδι - θαλάσσης || διά ξηράς προέλαση των στρατευμάτων 2. χρονική διάρκεια (+γεν.(: στο δηλώνω άπαξ διά παντός (μια για πάντα) || διά βίου (εφ' όρου ζωής, για όλη τη ζωή) εκπαίδευση || διά νυκτός (στη διάρκεια τής νύχτας) απόδραση || απόφαση που πάρθηκε - μιας (αμέσως, ξαφνικά) 3. όργανο | μέσο | τρόπο με τα οποία γίνεται κάτι (+γεν.): τα υπόλοιπα θέματα θα διευθετηθούν διά τής διπλωματικής οδού || η απόφαση ελήφθη δι ' ανατάσεως τής χειρός (υψώνοντας το χέρι) | διά βοής (με φωνές) || φαινόμενο ορατό διά γυμνού οφθαλμού (με γυμνό μάτι, χωρίς μικροσκόπιο ή τηλεσκόπιο) || διά τής βίας συγκατάθεση || έλαμψε - τής απουσίας του || διά νόμου (με νόμο) || περάσαμε διά πυρός και σιδήρου (μέσα από μεγάλες ταλαιπωρίες) || τα στρατεύματα πέρασαν την κατακτημένη περιοχή διά πυρός και σιδήρου (πολεμώντας και σφάζοντας) || διά ροπάλου (με τη βία) απαγόρευση ενός πράγματος || διορισμοί διά τής τεθλασμένης (με τρόπο αθέμιτο) || επίτευξη στόχων διά τής πλαγίας οδού (με τρόπο ανορθόδοξο) || εικόνα - χειρός Γενναδίου (φτειαγμένη από το χέρι τού Γενναδίου) || διά βραχέων (με λίγα λόγια) || διά μακρών (διεξοδικά) || δι' ευχών των αγίων ημών (με τις ευχές των αγίων μας) 4. για (+αιτ.): έργο ακατάλληλο δι ' ανηλίκους || διά παν ενδεχόμενον, έχε μαζί σου και κάποια χαρτόσημα || φόνος δι' ασήμαντον αφορμήν || διά τούτο | διά ταύτα (>γι' αυτό)・ 5. ΜΑθ. το σύμβολο τής διαίρεσης (+αριθμητ. ή γεν.): έξι διά δύο ίσον τρία. (Βλ. λ. πρόθεση, ΠΙΝ). → ΣΧΟΛΙΟ λ. γυιος, μέσα. [ΕΤΥΜ. αρχ. < *δισ-ά (κατ' αναλογίαν προς τα μετά, παρά) < I.E. *di-, μόρφημα που εξέφραζε διαχωρισμό, πβ. λατ. di-s- (π.χ. difficilis «δύσκολος» < dis + facilis), αρχ. γερμ. zi-, ze- (από όπου, με συμφυρμόπρος το er, προήλθε το γερμ. zer-, π.χ. zer-storen «καταστρέφω») κ.ά. Το διά χρησιμοποιήθηκε εξαρχής με ευρύτητα σημασιών, οι οποίες περιελάμβαναν τον χρόνο, τον τόπο, το μέσον και την αιτία. Οι χρήσεις αυτές αποτυπώνονται στα σύνθετα (βλ. λ. δια-)・ το νεοελληνικό για (βλ.λ.) αποτελεί φωνολογική εξέλιξη τού αρχ. διά].
— Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη
διά πρόθ. για / ογιά / οδιά / ως διά.
Α´ 1) Αναγκαστικό αίτιο:
διά ποίαν αφορμήν και διά τίνα τρόπον (Χρον. Τόκκων 3496)
διά κακόν καιρόν εχωρίστησαν (Μαχ. 36033)
κλαίσινε για λόγου σου (Πανώρ. Β´ 385)
α) με το σύνδ. να
α1) διά να:
πως εσείς διά να φοβάσθε την κατάρα της μητρός σας (Διγ. Άνδρ. 33230)
α2) για να:
η πόρτα τούτη με κρουφό τρόπον ογιά ν’ ανοίγει, πίστεψε και για να ’ν’ στενή την ξεύρουσιν ολίγοι (Φαλιέρ., Ιστ. 190)
β) (με το σύνδ. ως) ως για:
κοράσιον πάντερπνον ενίκησεν φουσσάτον … ως για τα ωραιά της κάλλη (Διγ. Esc. 215).
2) Σκοπός, προορισμός:
(Πανώρ. Ε´ 292)
θέλει την κερά Μηλιά να πάρει ογιά γυναίκα! (Φορτουν. Β´ 437)
α) με το σύνδ. να
α1) διά να:
το κορμίν του έπεσεν εις την ελεημοσύνην του Θεού και του αυθέντη της χώρας διά να τον ξηλοθρέψουν (Ασσίζ. 22123)•
α2) για να:
Είντα σημάδι πλειότερο θα δεις εις το κορμί μου για να γνωρίσεις πως καλλιά σ’ έχω απού την ψυχή μου; (Πανώρ. Β´ 278)
β) με το σύνδ. ως
β1) ως διά:
την νύκτα οπού περπατεί ως διά κακόν γυρίζει (Σαχλ. A´ PM 58)
β2) ως για:
Με τετρακόσιους εκλεκτούς στρατιώτας ως για χρειάν του (Κορων., Μπούας 93)
γ) με τους συνδ. ως και να
γ1) ως διά να:
εδιάβηκε στο μάντειο (ενν. ο Φίλιππος) ως διά να μαντέψει (Αλεξ. 292)•
γ2) ως για να:
αρματώνει κάτεργα … ως για να ταξιδεύσει (Αλεξ. 320)
δ) (με τους συνδ. όπως και να) όπως διά να:
δότε με μήναν τέρμενο όπως διά να μείνω (Χρον. Μορ. P 72)•
ε) (με τους συνδ. όμως και να - ως να, εσφαλμ. μετάφρ. από την εβραϊκή, βλ. Hesseling, Πεντ., σ. 429) για όμως να,για όμως ως να:
(Πεντ. Γέν. XXVII 4, 10).
3) Μέσο ή όργανο:
έδωσεν αυτονών ο Ιοσέφ αμάξια διά στόμα του Φαρώ (Πεντ. Γέν. XLV 21)
εχάμνισεν ο Ιοσουά τον Αμαλέκ και τον λαό του διά στόμα σπαθιού (Πεντ. Έξ. XVII 13).
4) Αναφορά:
να μάθω πώς εγένετον οδιά την Μαργαρώνα (Ιμπ. 822)
με το σύνδ. ως
(1) ως διά:
εκείνος τον ερώτησεν: «τι λέγουν ως διά τούτον;» (Λίβ. Esc. 405)
(2) ως για:
να πα να ιδώ τι λέγουσι ως για το λαβωμένο (Βεντράμ., Φιλ. 292).
5) Χρονικός προσδιορισμός ή διάρκεια:
πορευόμενος διά δύο ημέρας προφθάνεις τον αιγιαλόν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1961)
του ήρθε μία αρρωστία … και διά ολίγες ημέρες απόθανε (Χρον. σουλτ. 12116).
6) Αντικατάσταση:
ημπορεί ν’ αλλαχθεί διά έτερον άνθρωπον γερόν οπού να πολεμήσει αντ’ αυτού (Ασσίζ. 10626).
7) Σε ευχές και επικλήσεις:
Διά τον Θεόν, καλοί αδελφοί, μη αποθάνει αδίκως (Διγ. Z 814).
Β´ (Σε δήλωση ιδιότητας ή προορισμού) ως:
(Μαχ. 54813)
επήρε με ογιά ταίρι του κι ογιά βασίλισσά του (Ροδολ. Α´ 609)
(με το σύνδ. ως) ως για:
’ς τούτο σας δίδω θύμησιν, ως για παραγγελία (Βεντράμ., Φιλ. 9).
[αρχ. πρόθ. διά. Ο τ. ογιάκαι σήμ. κρητ. Η λ. και ο τ. για και σήμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
διά (I)
και για (AM διά Α και διαί)· κύρια πρόθεση, συνήθως δισύλλαβη, μονοσύλλαβη όμως στον Αριστοφάνη με ασυνήθιστη συνίζηση, η οποία προτάσσεται και στη σύνταξη (λ.χ. «διὰ τῆς πόλεως») και σε σύνθεση (λ.χ. διάδοχος, διαμοιράζω). Δεν συμβαίνει σ' αυτήν αναστροφή* ούτε μετατύπωση*, γιατί σ' αυτές τις περιπτώσεις ο τύπος δία θα συνέπιπτε με την αιτιατική τού Δία (δία). Στον Όμηρο χρησιμοποιείται μερικές φορές και επιρρηματικά. Στον Όμηρο επίσης, όταν η πρόθεση απαντά στην αρχή στίχου, είναι διαπιστωμένο ότι ο πρώτος πόδας του είναι τρίβραχυς και ότι δεν έλαβε χώρα μετρική έκταση. Συντάξεις: Η διά συντάσσεται: Ι. με γενική και δηλώνει: 1. διά τόπου κίνηση· («ήλθε διά ξηράς»)· 2. χρονική διάρκεια (α. «δι' όλης τής ημέρας»· β. «διά παντός [ενν. τού χρόνου]»· γ. «διά βίου»· καθ' όλη τη ζωή)· 3. όργανο ή μέσο με το οποίο συντελείται, γίνεται κάτι («τόν εκτύπησε διά τής ράβδου του»)· 4. (φρ.) α) «διά πυρός και σιδήρου»· καίοντας και καταστρέφοντας τα πάντα· β) «έζησε διά πυρός και σιδήρου»· σε όλη του τη ζωή υπήρξε εξώλης και προώλης· γ) «διά μακρών»· εκτενώς· δ) «διά βραχέων» ή «δι' ολίγων»· με λίγα λόγια, με συντομία (η διά στην έννοια τού μέσου ή τού οργάνου αντικαθίσταται στη Νεοελληνική με την πρόθεση με + αιτιατική: «τού έστειλε τα χρήματα με τραπεζική επιταγή»· «τόν χτύπησε με τον λοστό»· || (αρχ.) 1. τοπική έκταση («διὰ δέκα ἐπάλξεων πύργοι ἦσαν», Θουκ.)· 2. διανομή («διὰ πέμπτων ἐτῶν»· κάθε πέμπτο έτος)· 3. τρόπο («διὰ τείχους ἡ νίκη ἐγίγνετο»)· 4. την ύλη («κατασκευάζειν εἴδωλα δι' ἐλέφαντος καὶ χρυσοῡ»)· II. με αιτιατική και δηλώνει (στην αρχαία και τη λόγια γλώσσα) 1. το αναγκαστικό αίτιο, την αιτία («ἐτετίμητο ὑπὸ Κύρου δι' εὔνοιαν»· «κατεδικάσθη διὰ κλοπήν»)· 2. το τελικό αίτιο, τον σκοπό, τον προορισμό («oἱ Λακεδαιμόνιοι ἡγοῡνται τῶν συμμάχων διὰ τὴν σφετέραν δόξαν»· «φάρμακον διὰ τὴν θεραπείαν τῆς... ἀσθενείας»)· 3. χρονικό προσδιορισμό ή χρονική διάρκεια («ἐν χρήσει διά τε τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον»· «ἡ συνεδρία ὡρίσθη δι' αὔριον»)· 4. αναφορά («ὡμίλησε εἰς τὴν Βουλὴν διὰ τὸ σταφιδικόν»)· 5. διεύθυνση προς τόπο («αναχωρεί αύριο διά Θεσσαλονίκην»)· 6. εξορκισμό («μη διά τον Θεόν, δι' αγάπην τού Χριστού») (σε όλες αυτές τις χρήσεις της με αιτιατική η διά στη Νεοελληνική αντικαθίσταται με τη για)· 7. (φρ.) «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (ΚΔ)· από πρόνοια για κάθε ενδεχόμενο. Περιφράσεις τής διά στην αρχαία Ελληνική: 1. «δι' αἰτίας ἔχω τινά»· αιτιώμαι, κατηγορώ κάποιον· 2. «Ἔχω τινὰ δι' ὀργῆς»· οργίζομαι εναντίον κάποιου· 3. «δι' ἡσυχίας εἶναι»· ησυχάζειν· 4. «διὰ σπουδῆς»· βιαστικά· 5. «διὰ τάχους»· ταχέως, γρήγορα· 6. «διὰ φόβον εἴναι φοβεῑσθαι»· 7. «διὰ φιλίας ἰέναι»· φιλικά· 8. «διὰ μάχης ἰέναι»· συνάπτειν μάχην· 9. «διὰ δίκης ἰέναι τινι»· ἀναλαμβάνειν πρός τινα δικαστικόν αγώνα κ.λπ. Η διά σε σύνθεση. Η πρόθεση σε σύνθεση (στην αρχαία, λόγια και νεοελληνική γλώσσα) σημαίνει: 1. διανομή (διαδίδωμι, διαμοιράζω, διανέμω)· 2. χωρισμό (διαχωρίζω, διακρίνω, διίστημι)· 3. διασκορπισμό (διαχέω, διασπαθίζω, διασπείρω)· 4. διαφορά, διάκριση, ασυμφωνία (διαφωνώ, διαγιγνώσκω, διαχαίρω)· 5. άμιλλα, εναντιότητα ή αμοιβαιότητα (διαγωνίζομαι, διαλέγομαι)· 6. υπεροχή (διακρίνομαι, διαπρέπω)· 7. επίταση· (α. διαφθείρω· φθείρω καθ' ολοκληρίαν· β. διαστρέφω· γ. διαστρεβλώνω)· 8. μείωση τής έννοιας τού β' συνθετικού (α. διαφαίνομαι· μόλις φαίνομαι· β. διάχρυσος· μόνον εν μέρει χρυσός· γ. διάλευκος)· 9. την διά τόπου κίνηση (διέρχομαι, διαβαίνω, διασχίζω)· 10. χρονική διάρκεια (α. διαμένω· μένω μέχρι τέλους· β. διατελώ· γ. διαγίγνομαι)· 11. διακοπή (διαλείπω).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διά < *δις-α (πρβλ. δις*) ίσως αναλογικά προς τα παρά, μετά προφανώς συνδέεται με το *dis-, παράλληλο τ. τού *dwis- (πρβλ. λατ. dis-, αγγλοσαξ. te, αρχ. άνω γερμαν. zi-, ze- και zir-, zer-, αλβαν. tsh-). Παράλληλοι τύποι τού διά είναι: το θεσσαλικό διέ που παραμένει ανερμήνευτο, το λεσβ. ja- < δια με συμφωνική προφορά του ι μπροστά από φωνήεν, που εμφανίζεται κυρίως ως προρρηματικό και, τέλος, το διαί, που μαρτυρείται στον Αισχύλο και στους λυρικούς, ως υστερογενής σχηματισμός κατά το πρότυπο τών ομηρικών καταί, παραί, υπαί. Αρχικά το διά ως πρόθεση και ως προρρηματικό στοιχείο σήμαινε «διαιρώντας» και κατόπιν «διά μέσου». Ως πρόθεση συντάσσεται με γενική με τη σημασία «διά μέσου, σε» όταν δηλώνει τον τόπο, ενώ χρονικά η διά + γενική εκφράζει τη διάρκεια, το (χρονικό) διάστημα, την αλληλουχία και αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το ενεργούν πρόσωπο (πρβλ. «δι' αγγέλων»), το όργανο, την ύλη, την επιχείρηση που αναλαμβάνει κάποιος ή την κατάσταση στην οποία βρίσκεται (πρβλ. «διά μάχης ιέναι», «δι' ησυχίης είναι»). Η σύνταξη τής προθέσεως διά με αιτιατική, σε δήλωση τού τόπου και τού χρόνου, είναι αρχαϊκή και ποιητική. Στον Όμηρο ειδικά, όπου εμφανίζεται και ως σύνθετη με άλλες προθέσεις (πρβλ. διαπρό, διέκ) δηλώνει την αιτία, που μπορεί να είναι ένα πρόσωπο, πιο συχνά ένα πράγμα ή μια περίσταση (πρβλ. «διά ταύτα, διά τι κ.λπ.). Ως α' συνθετικό εμφανίζει μεγάλη παραγωγική δύναμη και συντίθεται με ρήματα και ονόματα, με κύρια τη σημασία τής διαίρεσης, τού «διά μέσου» (πρβλ. διαμπερές, διάνδιχα, διαβαίνω, διέχω). Ως προρρηματικό εκφράζει τη διάκριση, τη διαφορά (πρβλ. διαφωνώ, διαφέρω, διαιρώ, διαλύω), την άμιλλα (πρβλ. διαγωνίζομαι), τη διασπορά (πρβλ. διαπέμπω). Χρησιμοποιείται επίσης με τη σημασία «μέχρι το τέλος, τελείως» (πρβλ. διαγιγνώσκω, διαμάχομαι). Εμφανίζεται επίσης ως α' συνθετικό ονομάτων και κυρίως επιθέτων με επιτατική συνήθως σημασία (πρβλ. διάχρυσος, διαπόρφυρος, διατρύγιος, διαλγής, δίαιμος). Αξιοσημείωτη είναι η χρήση τού διά σε σύνθετα τής σύγχρονης Ελληνικής τού τύπου δια-σχέσεις, δια-κυβερνητικός, δια-κλαδικός κ.τ.ό., όπου δηλώνεται η μεταξύ προσώπων, πραγμάτων, καταστάσεων κ.λπ. σχέση. Πρόκειται συνήθως για ξενισμό που αποδίδει το ξεν. inter- (πρβλ. inter-relations, inter-government κ.λπ.). Τέλος, σημειώνεται ότι το νεοελλ. για* προήλθε από φωνολογική εξέλιξη τού δια].
διά (II)
σύμβολο τής διαίρεσης (:) ή η γραμμή κλάσματος (—).
— Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας
διά, poet. διαί (Aeol. ζά, q.v.), Prep. governing gen. and acc.— Rad. sense,
A through; never anastroph. [Prop. δῐᾰ: but Hom. uses ῑ at the beginning of a line, Il.3.357, 4.135, al.: also ᾱ, metri gr., freq. in Hom., for which A.uses διαί in lyr., Ag.448, al.] A WITH GEN. I of Place or Space: 1 of motion in a line, from one end to the other, right through, in Hom. freq. of the effect of weapons, διὰ μὲν ἀσπίδος ἦλθε . . ἔγχος καὶ διὰ θώρηκος . . Il. 3.357; δουρὶ βάλεν Δάμασον κυνέης διά 12.183; δι' ὤμου . . ἔγχος ἦλθεν 4.481; in Prose, τιτρώσκειν διὰ τοῦ θώρακος X.An.1.8.26;διὰ τοῦ ὀρόφου ἐφαίνετο πῦρ ib.7.4.16: also of persons, διὰ Σκαιῶν πεδίονδ' ἔχον ὠκέας ἵππους out through the Scaean gate, Il.3.263; δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν quite through the lower air even to the ether, Il.14.288, cf. 2.458; διὰ Τρώων πέτετο straight through them, 13.755; δι' ὄμματος . . λείβων δάκρυον S.OC1250, etc.: also in Compos. with πρό and ἐκ, v. διαπρό, διέκ: in adverbial phrases, διὰ πασῶν (sc. χορδῶν), v. διαπασῶν:διὰ πάσης throughout, Th.1.14; διὰ κενῆς idly, Id.4.126, etc. (cf.111.1.c). 2 of motion through a space, but not in a line, throughout, ouer, ἑπόμεσθα διὰ πεδίοιο Il.11.754; δι' ὄρεσφι 10.185, al.; ὀδύνη διὰ χροὸς ἦλθεthrough all his frame, 11.398; τεῦχε βοὴν διὰ ἄστεος Od.10.118; δι' ὁμίλου Il.6.226, etc.; θορύβου διὰ τῶν τάξεων ἰόντος X.An.1.8.16, cf. 2.4.26, etc.; later, in quoting an authority, ἱστορεῖ δ. τῆς δευτέρας in the course of . ., Ath.10.438b. 3 in the midst of, Il.9.468; κεῖτο τανυσσάμενος δ. μήλων Od.9.298; between, δ. τῶν πλευρέων ταμόντα Hp.Morb.2.61: hence, of pre-eminence,ἔπρεπε καὶ δ. πάντων Il.12.104; τετίμακε δι' ἀνθρώπων Pi.I.4(3).37; εὐδοκιμέοντι δ. πάντων Hdt.6.63, cf. 1.25, etc. 4 in Prose, sts. of extension, along, παρήκει δ. τῆσδε τῆς θαλάσσης ἡ ἀκτή Id.4.39 (but πέταται δ. θαλάσσας across the sea, Pi.N.6.48); λόφος, δι' οὗ τὸ σταύρωμα περιεβέβληντο X.HG7.4.22. 5 in Prose, of Intervals of Space, δ. τριήκοντα δόμων at intervals of thirty layers, i. e. after every thirtieth layer, Hdt.1.179; δ. δέκα ἐπάλξεων at every tenth battlement, Th.3.21; cf. infr. 11.3: of a single interval, δ. πέντε σταδίων at a distance of five stades, Hdt.7.30, cf. 198; δ. τοσούτου μᾶλλον ἢ δ. πολλῶν ἡμερῶν ὁδοῦ at so short a distance, etc., Th.2.29; δ. πολλοῦ at a great distance apart, Id.3.94; δ. πλείστου Id.2.97; δι' ἐλάσσονος Id.3.51; ὕδατα δ. μακροῦ ἀλόμενα Hp.Aër.9, etc. II of Time, 1 of duration from one end of a period to the other, throughout, δ. παντὸς [τοῦ χρόνου] Hdt.9.13; δι' ὅλου τοῦ αἰῶνος Th.1.70; δι' αἰῶνοςS.El.1024; δι' ἡμέρας ὅλης Ar.Pax 27; δι' ὅλης τῆς νυκτός X.An.4.2.4, etc.: without an Adj., δι' ἡμέρης all day long, Hdt.1.97; δ. νυκτός Th.2.4,X.An.4.6.22 (but δ. νυκτός in the course of the night, by night, Act.Ap.5.19, PRyl.138.15 (i A. D.), etc.); δ. νυκτὸς καὶ ἡμέρας Pl.R.343b; δι' ἐνιαυτοῦ, δι' ἔτους, Ar.Fr.569.8, V.1058; δ. βίου Pl.Smp.183e, etc.; δ. τέλους from beginning to end, A.Pr.275, Pl.R.519c, etc.: with Adjs. alone, δ. παντός continually, A.Ch.862 (lyr.), etc.; δι' ὀλίγου for a short time, Th.1.77; δ. μακροῦ E.Hec.320; ὁ δ. μέσου χρόνος Hdt. 8.27. 2 of the interval which has passed between two points of Time, δ. χρόνου πολλοῦ or δ. πολλοῦ χρ. after a long time, Id.3.27, Ar.Pl.1045; δ. μακρῶν χρόνων Pl.Ti.22d: without an Adj., δ. χρόνου after a time, S.Ph.758, X.Cyr.1.4.28, etc.; δι' ἡμερῶν after several days, Ev.Marc.2.1; and with Adjs. alone, δι' ὀλίγου Th.5.14; οὐ δ. μακροῦ Id.6.15,91; δ. πολλοῦ Luc.Nigr.2, etc.: with Numerals, δι' ἐτέων εἴκοσι Hdt.6.118, cf. OGI56.38 (iii B. C.), etc.: but δ. τῆς ἑβδόμης till the seventh day, Luc.Hist.Conscr.21: also distributively, χρόνος δ. χρόνου προὔβαινε time after time, S.Ph.285;ἄλλος δι' ἄλλου E.Andr.1248. 3 of successive Intervals, δ. τρίτης ἡμέρης every other day, Hdt.2.37; δ. τρίτου ἔτεος ib.4, etc.; δ. πεντετηρίδος every four years (with inclusive reckoning), Id.3.97; δι' ἔτους πέμπτου, of the Olympic games, Ar.Pl.584 (but δι' ἑνδεκάτου ἔτεος in the course of the eleventh year, Hdt.1.62). III causal, through, by, a of the Agent, δι' ἀλλέλων or -ου ἐπικηρυκεύεσθαι, ποιεῖσθαι, by the mouth of . ., Id.1.69,6.4, cf. 1.113; δι' ἑρμηνέως λέγειν X.An.2.3.17, etc.; τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου δ. τοῦ προφήτου Ev.Matt.1.22; δι' ἑκόντων ἀλλ' οὐ δ. βίας ποιεῖσθαι Pl.Phlb.58b; πεσόντ' ἀλλοτρίας διαὶ γυναικός by her doing,A.Ag.448 (lyr.); ἐκ θεῶν γεγονὼς δ. βασιλέων πεφυκώς X.Cyr.7.2.24; δι' ἑαυτοῦ ποιεῖν τι of oneself, not by another's agency, ib.1.1.4, etc.; but also, by oneself alone, unassisted, D.15.14, cf. 22.38. b of the Instrument or Means, δ. χειρῶν by hand (prop. by holding between the hands), δι' ὁσίων χ. θιγών S. OC470; also δ. χερῶν λαβεῖν, δ. χειρὸς ἔχειν in the hand, Id.Ant. 916, 1258 (but τὰ τῶν ξυμμάχων δ. χειρὸς ἔχειν to keep a firm hand on, Th.2.13); δ. στέρνων ἔχειν S.Ant.639; ἡ ἀκούουσα πηγὴ δι' ὤτων Id.OT1387; δ. στόματος ἔχειν X.Cyr.1.4.25; δ. μνήμης ἔχειν Luc.Cat.9; αἱ δ. τοῦ σώματος ἡδοναί X.Mem.1.5.6; δ. λόγων συγγίγνεσθαι to hold intercourse by word, Pl.Plt.272b; δ. λόγου ἀπαγγέλλειν Act.Ap.15.27; δι' ἐπιστολῶν 2 Ep.Cor.10.9, POxy. 1070.15 (iii A. D.). c of Manner (where διά with its Noun freq. serves as an Adv.), δ. μέθης ποιήσασθαι τὴν συνουσίαν Pl.Smp.176e; παίω δι' ὀργῆς throughpassion, in passion, S.OT807; δ. τάχους, = ταχέως, Id.Aj.822, Th.1.63 (but δ. ταχέων ib.80, al.); δ. σπουδῆς in haste, hastily, E.Ba.212; δι' αἰδοῦςwith reverence, respectfully, ib.441; δ. ψευδῶν ἔπη lying words, Id.Hel.309; αἱ δ. καρτερίας ἐπιμέλειαι long-continued exertions, X.Mem.2.1.20; δι' ἀκριβείας, δ. πάσης ἀκρ., Pl.Ti.23d, Lg.876c; δ. σιγῆς Id.Grg.450c; δ. ξυμφορῶν ἡ ξύμβασις ἐγένετο Th.6.10; οὐ δι' αἰνιγμάτων, ἀλλ' ἐναργῶς γέγραπται Aeschin.3.121; δι' αἵματος, οὐ δ. μέλανος τοὺς νόμους ὁ Δράκων ἔγραψεν Plu.Sol.17: also with Adjs., δ. βραχέων, δ. μακρῶν τοὺς λόγους ποιεῖσθαι, Isoc.14.3, Pl.Grg.449b; ἀποκρίνεσθαι δ. βραχυτάτων ibid. d; cf. infr. IV. 2 in later Prose, of Material out of which a thing is made, κατασκευάζειν εἴδωλα δι' ἐλέφαντος καὶ χρυσοῦ D.S.17.115; θυσίαι δι' ἀλφίτου καὶ σπονδῆς πεποιημέναι Plu.Num.8; βρώματα δ. μέλιτος καὶ γάλακτος γιγνόμενα Ath.14.646e; οἶνος δ. βουνίου Dsc. 5.46. IV διά τινος ἔχειν, εἶναι, γίγνεσθαι, to express conditions or states, ἀγὼν διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχων extending through every kind of contest,Hdt.2.91; δι' ἡσυχίης εἶναι Id.1.206; δι' ὄχλου εἶναι to be troublesome, Ar.Ec.888; δ. φόβου εἶναι Th.6.59; δι' ἀπεχθείας γίγνεσθαι X.Hier.9.2; ἡ ἐπιμέλεια δ. χάριτος γίγνεται ibid.; δ. μιᾶς γνώμης γίγνεσθαι Isoc.4.138. b with Verbs of motion, δ. μάχης ἐλεύσονται will engage in battle, Hdt.6.9; ἐλθεῖν Th.4.92; δ. παντὸς πολέμου, δ. φιλίας ἰέναι τινί, X.An.3.2.8; δ. δίκης ἰέναι τινί go to law with . ., S.Ant.742, cf. Th.6.60; δ. τύχης ἰέναι S.OT773; δι' ὀργῆς ἥκειν Id.OC905; ἐμαυτῷ δ. λόγων ἀφικόμην I held converse with myself, E.Med.872; δ. λόγων, δ. γλώσσης ἰέναι come to open speech, Id.Tr.916, Supp.112; δ. φιλημάτων ἰέναι come to kissing,Id.Andr. 416; δ. δικαιοσύνης ἰέναι καὶ σωφροσύνης Pl.Prt.323a, etc.; δ. πυρὸς ἰέναι (v. πῦρ): in pass. sense, δι' ἀπεχθείας ἐλθεῖν τινι to be hated by . ., A.Pr.121 (anap.). c with trans. Verbs, δι' αἰτίας ἔχειν or ἄγειν τινά hold in fault, Th.2.60, Ael.VH9.32; δι' ὀργῆς ἔχειν τινά Th.2.37, etc.; δ. φυλακῆς ἔχειν τι Id.7.8; δι' οἴκτου ἔχειν τινά, δι' αἰσχύνης ἔχειν τι, E.Hec.851, IT683; δ. πένθους τὸ γῆρας διάγειν X.Cyr.4.6.6; δι' οὐδενὸς ποιεῖσθαί τι S.OC584. B WITH Acc. I of Place, only Poet., in same sense as διά c. gen.: 1 through, ἓξ δὲ δ. πτύχας ἦλθε . . χαλκός Il.7.247; ἤϊξε δ. δρυμὰ . . καὶ ὕλην 11.118, cf. 23.122, etc.; δ. τάφρον ἐλαύνειν across it, 12.62; δ. δώματα ποιπνύοντα 1.600; ἐπὶ χθόνα καὶ δ. πόντον βέβακεν Pi.I.4(3).41; φεύγειν δ. κῦμ' ἅλιον A.Supp.14 (anap.). 2 through, among, in, οἴκεον δι' ἄκριας Od.9.400; ἄραβος δὲ δ. στόμα γίγνετ' ὀδόντων Il.10.375 (but μῦθον, ὃν . . δ. στόμα . . ἄγοιτο through his mouth, 14.91; so δ. στόμα ὄσσαν ἱεῖσαι Hes.Th.65; ἀεὶ γὰρ ἡ γυνή σ' ἔχει δ. στόμα Ar.Lys.855); δ. κρατερὰς ὑσμίνας Hes.Th.631; νόμοι δι' αἰθέρα τεκνωθέντες S.OT867 (lyr.). II of Time, also Poet., δ. νύκτα Il.2.57, etc.; δ. γλυκὺν ὕπνον during sweet sleep, Mosch.4.91. III causal: 1 of persons, thanks to, by aid of, νικῆσαι δ . . . Ἀθήνην Od.8.520, cf. 13.121; δ. δμῳὰς . . εἷλον 19.154; δ. σε by thy fault or service, S.OC1129,Ar.Pl.145, cf. 160,170: in Prose, by reason of, on account of, δ' ἡμᾶς Th.1.41, cf. X.An.7.6.33, D.18.249; οὐ δι' ἐμαυτόν And.1.144; so εἰ μὴ διά τινα if it had not been for . ., εἰ μὴ δι' ἄνδρας ἀγαθούς Lys.12.60; Μιλτιάδην εἰς τὸ βάραθρον ἐμβαλεῖν ἐψηφίσαντο, καὶ εἰ μὴ δ. τὸν πρύτανιν ἐνέπεσεν ἄν Pl.Grg.516e, cf. D.19.74; εἰ μὴ δ. τὴν ἐκείνου μέλλησιν Th.2.18, cf. Ar.V.558; πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν γενέσθαι δι' Ὅμηρον Pi.N.7.21. 2 of things, to express the Cause, Occasion, or Purpose, δι' ἐμὴν ἰότητα because of my will, Il.15.41; Διὸς μεγάλου δ. βουλάς Od.8.82; δι' ἀφραδίας for, through want of thought, 19.523; δι' ἀτασθαλίας 23.67; δι' ἔνδειαν by reason of poverty, X. An.7.8.6; δ. καῦμα, δ. χειμῶνα, ib.1.7.6;δι' ἄγνοιαν καὶ ἀμαθίαν Pl. Prt.360b, etc.: freq. also with neut. Adjs., δ. τί; wherefore?; δ. τοῦτο, δ. ταῦτα on this account; δι' ὅ, δι' ἅ on whichaccount; δ. πολλά for many reasons, etc. 3 = ἕνεκα, to express Purpose, δἰ ἀχθηδόνα for the sake of vexing, Th.4.40, cf. 5.53; δ. τὴν τούτου σαφήνειαν with a view to clearing this up,Pl.R.524c, cf. Arist.EN 1172b21; αὐτή δι' αὑτήν for its own sake, Pl.R.367b, etc. C WITHOUT CASE as Adv. throughout, δ. πρό (v. supr. A.I.I); δ. δ' ἀμπερές Il.11.377. D IN COMPOS.: I through, right through, of Space, διαβαίνω, διέχω, διιππεύω. II in different directions, as in διαπέμπω, διαφορέω; of separation, asunder, διαιρέω, διαλύω; of difference or disagreement, at variance,διαφωνέω, διαφέρω; or simply mutual relation, one with another, διαγωνίζομαι, διάδω, διαθέω, διαπίνω, διαφιλοτιμέομαι. III pre-eminence, διαπρέπω, διαφέρω. IV completion, to the end, utterly, διεργάζομαι, διαμάχομαι, διαπράττω, διαφθείρω: of Time, διαβιόω. V to add strength, thoroughly, out and out, διαγαληνίζω, etc.; cf. ζά. VI of mixture, between, partly, esp. in Adj., as διάλευκος, διάχρυσος, διάχλωρος, etc. VII of leaving an interval or breach, διαλείπω, διαναπαύω. (Cogn. with δύο, δίς.)
Liddell, Scott, Jones Ancient Greek Lexicon (LSJ)
Δημητράκος.