Ιδιαιτερότητες της Νεοελληνικής Νομικής Ορολογίας (Παναγιώτης Γ. Κριμπάς)
Οι νομικοί όροι όλων των γλωσσών:
— έχουν συχνότερα τη μορφή σύμπλοκου όρου, πολυλεκτικού (συνήθως της μορφής Επίθετο + Ουσιαστικό, ή Ουσιαστικό + Ουσιαστικό σε γενική ή Ουσιαστικό + Επίθετο + Ουσιαστικό σε γενική) ή μονολεκτικού, ανάλογα με τις δυνατότητες που παρέχει η εκάστοτε γλώσσα· έτσι έχουμε π.χ. ελλ. γονική μέριμνα, έγκλημα διακινδύνευσης, προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, βαρεία αμέλεια, αντιποίηση αρχής, αλλά και αγγλ. statutory law, interim judgment, promissory note, γερμ. Kapitalanlagegesellschaft, bürgerliches Recht, Sachverständigenvergütung, γαλλ. droit d’accise, société anonyme, respect de la vie privée κ.ά.
— εμφανίζουν πολύ μικρότερο ποσοστό πάγιων παραγωγικών προσφυμάτων σε σύγκριση με τους όρους των περισσότερων τεχνικών γλωσσών για ειδικούς σκοπούς (όπως π.χ. οι χημικοί, βιολογικοί, ιατρικοί, πληροφορικοί, μαθηματικοί κ.ά. όροι)· μορφήματα ανάλογα με τα -ένιο, -ύλιο, -άνιο, -γενής, -γόνο, μεγα-, γιγα- (ή τα αντίστοιχά τους σε άλλες γλώσσες) κ.τ.ό. των θετικών επιστημών δεν συνηθίζονται στις περισσότερες ΝΓ. (Βαλεοντής και Κριμπάς 2014: 128)
Οι νομικοί όροι της Νεοελληνικής:
— είναι πολυάριθμοι, σε σύγκριση με άλλες νομικές γλώσσες, πράγμα που θυμίζει έντονα τη γερμανική νομική γλώσσα· αυτό οφείλεται: i) στα πολλά προθήματα (προ-, παρα-, περι-, επι- κ.λπ.: κατάσχεση, επίσχεση, παραπομπή, αναπομπή, καταδικάζω, επιδικάζω) που μπορούν να επιστρατευτούν για την παραγωγή νέων όρων από απλές λέξεις (που ήταν ήδη όροι ή όχι)· ii) στην ευχέρεια σύνθεσης, η οποία ωστόσο είναι μικρότερη στη Νεοελληνική απ’ ό,τι στη Γερμανική· και iii) στο γεγονός ότι η ελληνική νομική σκέψη, η οποία (όπως η γερμανική από την οποία είναι βαθιά επηρεασμένη) βασίζεται στην εννοιολογική ανάλυση, απαιτεί μεγαλύτερο αριθμό σαφώς διακριτών εκφράσεων·
— συχνά έχουν συνώνυμα και ομώνυμα, εμφανίζουν διαφόρων ειδών ασυμμετρίες εντός του γλωσσικού συστήματος, χαρακτηριστικά που οφείλονται εν πολλοίς στην ανάμιξη δημώδους και λόγιας γλώσσας, στη ανάμιξη της γερμανικής και της γαλλικής νομικής παράδοσης, καθώς και στην έλλειψη κεντρικού φορέα που να ρυθμίζει τη νεοελληνική νομική ορολογία· έτσι π.χ. υπάρχουν οι ταυτόσημοι όροι εφεσιβάλλω και εκκαλώ, αλλά ο πρώτος παράγει μόνο το επίθετο εφεσίβλητος (= που προσβλήθηκε με έφεση), ενώ ο δεύτερος μόνο το επίθετο ανέκκλητος (= που δεν μπορεί να προσβληθεί με έφεση)· παρομοίως, στο Αστικό Δίκαιο υπάρχει ο όρος αστικός (Αστικός Κώδικας, αστική διαφορά, αστική εταιρεία, αστικές αξιώσεις κ.ά.), καθώς και ο ταυτόσημος όρος πολιτικός, ο οποίος όμως χρησιμοποιείται με διαφορετικά ουσιαστικά (Πολιτική Δικονομία, Πολιτικά Δικαστήρια, πολιτική υπόθεση) και, επιπλέον, ταυτίζεται στη μορφή και την ετυμολογία με τον όρο πολιτικός του Συνταγματικού Δικαίου και της Πολιτικής Επιστήμης· μια άλλη περίπτωση ομωνυμίας είναι ο όρος ενοχή ο οποίος στο Αστικό Δίκαιο δηλώνει τη σχέση, βάσει της οποίας ένα πρόσωπο έχει υποχρέωση προς ένα άλλο σε παροχή, ενώ στο Ποινικό Δίκαιο δηλώνει τη δικαστικώς διαπιστούμενη ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου ως προς την αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορείται στο πλαίσιο συγκεκριμένης ποινικής δίωξης·
— στη νομική πράξη, είναι πολύτυποι ως προς τη μορφολογία τους, πράγμα που ομοίως οφείλεται εν πολλοίς στην ανάμιξη δημώδους και λόγιας γλώσσας και στην έλλειψη κεντρικού φορέα που να ρυθμίζει τη νεοελληνική νομική γλώσσα· π.χ. νόμιμη αιτία και νόμιμος αιτία, βαρείας αμέλειας και βαρείας αμελείας και βαρ(ε)ιάς αμέλειας κ.ά. Άλλο το ζήτημα ότι η χρήση κάποιων από αυτούς αντενδείκνυται στη θεωρία των γλωσσικών επιστημών·
— ειδικά οι μονολεκτικοί σύμπλοκοι όροι ή κάποια λεξηματικά οροστοιχεία πολυλεκτικών σύμπλοκων όρων της νεοελληνικής νομικής γλώσσας παράγονται μέσω πολυάριθμων παραγωγικών καταλήξεων, οι οποίες συχνά – αλλά όχι υποχρεωτικά – προέρχονται από ρήμα, όπως ‑δόχος (δικαιοδόχος, καταπιστευματοδόχος, δωρεοδόχος, εντολοδόχος), ‑λήπτης (δωρεολήπτης, δικαιολήπτης), -δικείο (Κακουργιοδικείο, Ειρηνοδικείο), ‑δίκης (Πταισματοδίκης, Ειρηνοδίκης), -ούχος (δικαιούχος, κληρούχος), -δικία (αρνησιδικία, αντιδικία, επιδικία, ερημοδικία, εκκρεμοδικία), ‑βλητος (εφεσίβλητος, αναιρεσίβλητος), ‑δικος (διάδικος, αντίδικος, επίδικος, κατάδικος, υπόδικος, φυγόδικος), -γραφο (χρεόγραφο, αξιόγραφο, δικόγραφο, απόγραφο), ‑βαρής (ετεροβαρής, αμφοτεροβαρής), ‑ρυθμος (ομόρρυθμος, ετερόρρυθμος) κ.ά., καθώς και προθημάτων, τα οποία συχνά προέρχονται από ουσιαστικά που είναι τα ίδια νομικοί όροι: δωρεο-, εφεσί-, αναιρεσί-, δικαιο- κ.ά. όπως εύκολα διακρίνει κανείς στους προαναφερθέντες όρους·
— τέλος, όπως η νεοελληνική νομική γλώσσα στο σύνολό της, έτσι και η νομική ορολογία ως υποσύνολό της αποφεύγει επιμελώς τον άμεσο δανεισμό. (Βαλεοντής και Κριμπάς 2014: 129–130)
Ιδιαιτερότητες της νεοελληνικής νομικής γλώσσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Παναγιώτης Γ. Κριμπάς)
Βιβλιογραφία
— European Commission (2012) Quantifying Quality Costs and the Cost of Poor Quality in Translation. Quality Efforts and the Consequences of Poor Quality in the European Commission’s Directorate–General for Translation. Luxembourg: Publications Office of the European Union, σειρά Studies on Translation and Multilingualism.
— European Commission (2010) Lawmaking in the EU multilingual environment. Luxembourg: Publications Office of the European Union, σειρά Studies on Translation and Multilingualism.
— Herbots, J.H. (1987) «La traduction juridique. Un point de vue belge », Les Cahiers de droit 28:4, 813–844.
— Koutsivitis, V. (1991) «Quelques observations linguistiques concernant la version grecque des textes communautaires», Terminologie et Traduction 3, 245–253.
— Mattila, H. (2006) Comparative Legal Linguistics. Surrey/Burlington: Ashgate.
— Roald, J. (2008) “Strukturalist, veiviser og agent i grensesnittet mellom fagvirkelighet og språk”στο H. Nilsson, Med tydlig intension. En festskrift till Anna-Lena Bucher på 60-årsdagen. Solna: Terminologicentrum TNC, 20-26.
— Robertson, C. (2010) “Legislative drafting in English for non-native speakers: some do’s and don’ts (with reference to EU legislation)”, ESP Across Cultures 7 (Special issue: Legal English across cultures), 147-167.
— Βαλεοντής, Κ.Ε. και Π.Γ. Κριμπάς (2014) Νομική γλώσσα, νομική ορολογία. Θεωρία και πράξη. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη/ΕΛΕΤΟ.
— Βλαχόπουλος, Σ. (2014) Πολυγλωσσία στο δίκαιο. Μετάφραση νομικών κειμένων και δικαστηριακή διερμηνεία. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
— Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2003) Κοινός πρακτικός οδηγός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τα πρόσωπα που συμβάλλουν στη σύνταξη των νομοθετικών κειμένων στο πλαίσιο των κοινοτικών οργάνων. Λουξεμβούργο: Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
— Κατσογιάννου, Μ. (2007) «Λεξικοποίηση και χρήση πολυλεκτικών όρων: η αύξηση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας της Γης» στο Κ. Βαλεοντής (επιμ.) Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία. Ανακοινώσεις 6ου Συνεδρίου. Αθήνα: TEE/EΛETO, 62–71.
— Κουτσιβίτης, Β. (1986) «Ορολογικές και μεταφραστικές παρατηρήσεις με αφορμή το ελληνικό κείμενο της Συνθήκης ΕΟΚ», Terminologie et Traduction 3, 15–27.
— Κριμπάς, Π.Γ. (2013) «Η συνδρομή του θεωρητικού της ορολογίας στο έργο του ελληνόφωνου νομικού» στο Κ. Βαλεοντής (επιμ.) Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία. Ανακοινώσεις 9ου Συνεδρίου. Αθήνα: EΛETO, 247–268.
— Σταμέλος, Χ. και Δ. Χατζημανώλη (2011) Ελληνο-Αγγλικό/Αγγλο-Ελληνικό Λεξικό Νομικών Όρων. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη
Από το:
Εφαρμογή των αρχών και μεθόδων ορολογικών εργασιών στις νομικές επιστήμες. Νομική ορολογία και μετάφραση, Παναγιώτης Κριμπάς, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Σεμινάριο κατάρτισης Νέων Μεταφραστών στην «Ποιότητα ορολογικών εργασιών στη μετάφραση», Παρασκευή 29 Μαΐου 2015
« Last Edit: 12 Dec, 2021, 17:29:26 by spiros »