terminal → τερματικός, τερματικό, οριακός, ακραίος, έσχατος, τελικός, τελευταίος, τελειωτικός, αποληκτικός, καταληκτικός, ληκτικός, ακροτελεύτιος, του τέλους, μοιραίος, θανατηφόρος, του τελικού σταδίου, ετοιμοθάνατος, άκρος, υπερβολικός, αποθηκευτικός, των ορίων, των συνόρων, περιοδικός, εποχιακός, τέρμα, σταθμός τέρματος, τερματικός σταθμός, σταθμός επιβίβασης και αποβίβασης, τέρμιναλ, διαμετακομιστικό συγκρότημα, διαμετακομιστική πετρελαιοδεξαμενή, ακραίος σταθμός, τερματικό σημείο, εσχατιά, ακρωτήρι, κόσμημα σε άκρη, ακροδέκτης, ακροπομπός, πόλος, ετοιμοθάνατος, όρος


spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854551
    • Gender:Male
  • point d’amour
οριακός, ακραίος, έσχατος, τελικός, τελευταίος, τελειωτικός, αποληκτικός, καταληκτικός, ληκτικός, ακροτελεύτιος, του τέλους, μοιραίος, θανατηφόρος, του τελικού σταδίου, άκρος, υπερβολικός, αποθηκευτικός, των ορίων, των συνόρων, περιοδικός, εποχιακός, που συμβαίνει κατα τη διάρκεια ή τη λήξη περιόδου ή εποχής, αναφερόμενος σε πανεπιστημιακή περίοδο, αναφερόμενος σε σύνοδο δικαστηρίων, τέρμα, σταθμός τέρματος, τερματικός σταθμός, σταθμός επιβίβασης και αποβίβασης, τέρμιναλ, διαμετακομιστικό συγκρότημα, διαμετακομιστική πετρελαιοδεξαμενή, ακραίος σταθμός, τερματικό σημείο, εσχατιά, ακρωτήρι, κόσμημα σε άκρη, ακροδέκτης, ακροπομπός, πόλος, ετοιμοθάνατος, όρος



 

Search Tools