Ένα διαμαντάκι από τις ανορθογραφίες.
από το βιβλίο: Α. - Φ. Χριστίδης, Γλώσσα, Πολιτική, Πολιτισμός.
Αθήνα: Πόλις, 1999, σσ. 79-97
Στη σύντομη αυτή ανακοίνωση σκοπεύω να συζητήσω ένα σύμπλεγμα ιδεών για την ελληνική γλώσσα που κυριαρχούν στις σχετικές συζητήσεις από τη μεταπολίτευση και μετά [1]. Οι ιδέες αυτές έχουν μια πολύ παλαιότερη καταγωγή, αλλά αποκτούν μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία μέσα στις συγκυρίες της τελευταίας εικοσαετίας. Αντλούν τη λογική τους, και τη δύναμή τους, όχι από τα γλωσσικά φαινόμενα αυτά καθεαυτά, αλλά από άλλους χώρους τους χώρους της πολιτικής, της ιδεολογίας, της ψυχολογίας- και γι’ αυτό έχουν ένα χαρακτηριστικά μυθικό χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις που θα συζητήσουμε, ιδίως όπως διαμορφώνεται την τελευταία εικοσαετία, παρατηρείται, επιπλέον, το εξής εξαιρετικά ενδιαφέρον (και όχι βέβαια χωρίς προηγούμενο) φαινόμενο: κατακτημένες και γενικά αποδεκτές απόψεις για τη φύση της γλώσσας είτε αγνοούνται είτε διαστρεβλώνονται, προκειμένου να κατασκευαστεί ο επιδιωκόμενος μύθος. Και αυτό γίνεται από γλωσσολόγους. Πρόκειται για μια συνειδητή παλινδρόμηση της γλωσσολογίας ή ακριβέστερα, κάποιων γλωσσολόγων- στον χώρο της προ-επιστημονικής γλωσσικής μυθολογίας.
Η περίοδος που μας ενδιαφέρει μπορεί να διαιρεθεί σε δύο φάσεις. Η πρώτη ορίζεται από την πτώση της δικτατορίας και φτάνει μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80 ή και λίγο μετά. Τα γεγονότα που σημαδεύουν την πρώτη περίοδο και που αντανακλώνται στις συζητήσεις για τη γλώσσα είναι, καταρχάς, η καθιέρωση το 1976 της δημοτικής ως επίσημης μορφής γλώσσας. Η απόφαση αυτή σημαίνει ότι το «γλωσσικό ζήτημα» έχει πάψει πια να είναι ένα από τα στρατηγικά μέτωπα μέσα στα οποία διαδραματίζονται οι ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Ακολουθεί η ολοκλήρωση της ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Η περίοδος αυτή τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80- χαρακτηρίζεται, επιπλέον, από μια έντονη πολιτικοποίηση της νεολαίας, που εκφράζεται κυρίως στον φοιτητικό χώρο [2].
Όλα αυτά τα συμβάντα, από μόνα τους αλλά και σε συνεργασία, ενεργοποιούν τόσο σε κύκλους στενά συνδεδεμένους με το παλαιότερο γλωσσικό καθεστώς και εγνωσμένα συντηρητικών προτιμήσεων, αλλά και ευρύτερα- μια σειρά από αντιδράσεις, που θα μορφοποιηθούν, γύρω στα 1982, με τη διακήρυξη του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου αλλά και με πολλά δημοσιεύματα του καθηγητή Γ. Δ. Μπαμπινιώτη.
Ο μύθος που κατασκευάζεται συνοψίζεται στη διατύπωση «η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει» (ΕΓΟ 1984, 11). Οι γλώσσες κινδυνεύουν όταν χάνουν τους ομιλητές τους ή όταν υποσκελίζονται σε κάποιες χρήσεις τους από κάποια άλλη ισχυρότερη για εξωγλωσσικούς, ιστορικούς λόγους- γλώσσα [3]. Επομένως, στη διατύπωση «η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει» εκφράζεται ένας γλωσσικός μύθος και μάλιστα με την ένθερμη υποστήριξη γλωσσολόγων. Εδώ ακριβώς βλέπει κανείς καθαρά αυτό που επισήμανα λίγο πιο πάνω ως χαρακτηριστικό της περιόδου που εξετάζουμε: την, χωρίς αναστολές, υποχώρηση ή παλινδρόμηση κάποιων γλωσσολόγων στην περιοχή της προ-επιστημονικής μυθολογίας.
Αλλά ποιο είναι το βαθύτερο περιεχόμενο -και η βαθύτερη λογική- του μύθου που καταγράφεται σ’ αυτή την κινδυνολογική διατύπωση; Αυτό αποκαλύπτεται από τα στοιχεία που προσκομίζονται ως τεκμήρια της επερχόμενης καταστροφής: «λεξιπενία», γιατί οι νεότεροι χρήστες αγνοούν λέξεις της λόγιας παράδοσης «αλλοίωση» της φυσιογνωμίας της ελληνικής από την «αθρόα, άκριτη και αδικαιολόγητη εισβολή ξένων λέξεων που ρυπαίνουν τη γλώσσα μας» (ΕΓΟ 1984, 13) γλωσσικά λάθη που απειλούν την ακεραιότητα της γλώσσας· [4] «κομματικοποίηση της γλώσσας αναγωγή της σε κριτήριο κομματικής πειθαρχίας και ιδεολογικής ορθοδοξίας» (Μπαμπινιώτης 1984, 167). Όλες αυτές οι επισημάνσεις απλά αποκαλύπτουν τα ιδεολογικά ερείσματα του κινδυνολογικού μύθου και δεν αποτελούν με κανένα τρόπο τεκμήρια επερχόμενης γλωσσικής καταστροφής. Η καθιέρωση της δημοτικής και αργότερα- η απόφαση να διδάσκονται τα αρχαία από μετάφραση στο γυμνάσιο, αλλά και κάποιες άλλες παρεμβάσεις στη διδασκαλία των ανθρωπιστικών μαθημάτων, θίγουν ένα ισχυρό ιδεολογικό οικοδόμημα που αντιδρά υποστηρίζοντας ότι κινδυνεύει ένα «κτήμα ες αεί», η ελληνική γλώσσα.
«Αποκοπή από τις ρίζες». Αυτή είναι η φορτισμένη διατύπωση που επιλέγεται για να ονομάσει την απειλή. Και η «αποκοπή» αυτή παράγει ανεπαρκείς χρήστες. Το επιχείρημα είναι απολύτως άκυρο, στον βαθμό που είναι γνωστό ότι για τη γνώση μιας μητρικής γλώσσας δεν προϋποτίθεται όσον αφορά τον χρήστη- η γνώση της ιστορίας της [5]. Η στοιχειώδης αυτή γλωσσολογική γνώση εξοβελίζεται γιατί δεν υπηρετεί το μύθο που προωθείται. Το ζήτημα του δανεισμού που συνδυάζεται με τους αρχόμενους φόβους ή φοβίες γλωσσικών, και άλλων, «αλλοιώσεων» που δημιουργεί η ευρωπαϊκή προοπτική [6] μετατρέπεται σε ζήτημα «ρύπανσης» (Μπαμπινιώτης 1994, 19,174,195,236) και εξοβελίζεται η στοιχειώδης γλωσσολογική γνώση ότι όλες οι γλώσσες διαμορφώθηκαν και διαμορφώνονται σε όλα τα επίπεδά τους- από τη συνάντησή τους, ισότιμη ή ανισότιμη, με άλλες γλώσσες. Τα γλωσσικά λάθη στη χρήση λόγιων τύπων, είτε στον έντυπο λόγο είτε στα ηλεκτρονικά μαζικά μέσα ενημέρωσης, χρεώνονται και αυτά στην αποκοπή από τις ρίζες και προσάγονται ως τεκμήρια καταστροφής. Και εδώ εξοβελίζεται η γνώση ότι τα λάθη κινητοποιούνται από γλωσσικούς μηχανισμούς δεν είναι ποτέ τυχαία- και επομένως μια γλώσσας δεν μπορεί να κινδυνεύει από την ίδια της τη φύση. Η «κομματικοποίηση της γλώσσας», ως επιχείρημα γλωσσικής καταστροφής, απλά προδίδει την αντίθεση με κάποια περιεχόμενα (και εδώ ή έντονη πολιτικοποίηση της νεολαίας στην περίοδο που συζητάμε ήταν ένα από τα κυριότερα εναύσματα). Η γλώσσα είναι πάντα και παντού ένα σύνολο χρήσεων που, μεταξύ άλλων, ορίζουν ομάδες. Το επιχείρημα της «κομματικοποίησης» δεν αφορά τη γλώσσα ως σύνολο, αλλά κάποια χρήση της στο πλαίσιο κάποιας ή κάποιων ομάδων και τις αντιθέσεις που διαχωρίζουν επί της ουσίας- την ομάδα ή τις ομάδες αυτές από άλλη ή άλλες ανταγωνιστικές ομάδες.
Επαπειλούμενη, λοιπόν, «καταστροφή της γλώσσας», «φθορά», «ευτελισμός», «αλλοίωση», «ακρωτηριασμός» (βλ. λ.χ. Μπαμπινιώτης 1994, λστ΄). Μια σειρά από έννοιες ή, καλύτερα, μεταφορές που ανήκουν στην προϊστορία της γλωσσολογικής επιστήμης αναβιώνουν και μάλιστα με τις ευλογίες γλωσσολόγων- για να προστατεύσουν την ελληνική γλώσσα από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Οι εσωτερικοί εχθροί, είτε ως πολιτικοί σχηματισμοί είτε ως κοινωνικές ομάδες αμφισβήτησης, απειλούν, μεταξύ άλλων, μια αντίληψη περί παιδείας που βάσισε, τα τελευταία εξήντα χρόνια, τον «φρονηματιστικό» της ρόλο την καταστολή δηλαδή της κριτικής στάσης- σε μια τυπολατρική και, βεβαίως, λογοκριμένη σχέση με την ελληνική αρχαιότητα και τη γλωσσική έκφρασή της. Οι εξωτερικό εχθροί η «εισβολή» δανείων κυρίως από την αγγλική- είναι αυτοί που «ρυπαίνουν», «αφελληνίζουν», μολύνουν την «καθαρότητα» της ελληνικής.
Θα επανέλθω στο ζήτημα αυτό για την ώρα, όμως, αυτό που θα πρέπει να τονιστεί ή, μάλλον, να ξανατονιστεί- είναι ότι το νόημα του καταστροφολογικού αυτού μύθου δεν αποκαλύπτεται από το εμφανές του περιεχόμενο (αυτό ισχύει γενικά για τους μύθους) αλλά από το αφανές. Και το αφανές περιεχόμενό του δεν αφορά τη γλώσσα, παρά ευρύτερες πολιτικό-ιδεολογικές ή, και απώτερα, ψυχολογικές επενδύσεις, που απειλούνται από τις συγκυρίες της περιόδου που εξετάζουμε.
Για να ολοκληρωθεί η εικόνα της γλωσσικής αυτής μυθολογίας, όπως διαμορφώνεται ή, καλύτερα, αναμορφώνεται- στην περίοδο αυτή, θα πρέπει να αναφερθούν και κάποια άλλα συστατικά της. Το βασικότερο ίσως είναι το μυθικό- επιχείρημα της μοναδικότητας της ελληνικής γλώσσας [7]. Η μοναδικότητά της έγκειται στον ενιαίο και συνεχή χαρακτήρα της: είναι η μόνη ευρωπαϊκή ή και ινδοευρωπαϊκή γλώσσα που μιλιέται χωρίς διακοπή 4.000 χρόνια τώρα, εμφανίζει ετυμολογική συνέχεια και αμφίδρομη ροή του λεξιλογίου της, διαχρονική ενότητα της γραφής και της ορθογραφίας της και «μοναδική» διαχρονική δομική συνοχή. Το «δια ταύτα» αυτής της υποθετικής μοναδικότητας είναι ότι τα παιδιά πρέπει να διδάσκονται στο σχολείο τα αρχαία και την καθαρεύουσα (τη «λόγια παράδοση»), γιατί αλλιώς οδηγούμεθα σε ανεπαρκείς χρήστες σ’ έναν «ακρωτηριασμό της ελληνικής» και σ’ έναν «βαθμιαίο ευτελισμό της, σε μια κουτσουρεμένη ελληνόμορφη διάλεκτο» (Μπαμπινιώτης 1994, λστ΄).
Προτού σχολιάσουμε το «διά ταύτα», ας δούμε τα «τεκμήρια» αυτής της «μοναδικότητας». Καταρχάς, είναι απολύτως ανακριβές ότι η ελληνική είναι η μόνη ευρωπαϊκή και ινδοευρωπαϊκή γλώσσα που μιλιέται αδιάκοπα 4.000 χρόνια. Το ακριβές είναι ότι γράφεται εδώ και 3.500 χρόνια και σίγουρα υπάρχει από πολύ παλαιότερα ως διακριτή ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Αυτό βέβαια δεν είναι ιδιαιτερότητα της ελληνικής ισχύει και για τις άλλες αρχαίες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Το γεγονός ότι δεν διαθέτουμε γραπτά τεκμήρια ιστορικού βάθους από άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες δεν σημαίνει ότι είναι χτεσινές γλώσσες. Και το γεγονός ότι η ελληνική γράφεται εδώ και 3.500 χρόνια δεν οφείλεται στην εγγενή ιδιοφυΐα της άλλες γλώσσες άρχισαν να διαθέτουν γραπτή απεικόνιση πολύ νωρίτερα- αλλά σε ιστορικές συγκυρίες. Το επιχείρημα της ετυμολογικής συνέχειας είναι επίσης απολύτως άκυρο ως στοιχείο μοναδικότητας: η έρευνα το ανακαλύπτει στην ιστορική μελέτη οποιασδήποτε γλώσσας. Το γεγονός ότι η μακραίωνη διγλωσσία διατήρησε τεχνητά, και όχι για όλον τον ελληνόφωνο πληθυσμό- αρχαιότερες μορφές δεν μπορεί βέβαια να θεωρηθεί τεκμήριο ετυμολογικής συνέχειας. Τι εννοείται με την αμφίδρομη ροή του λεξιλογίου; Ότι ο νεαρός χρήστης δεν μπορεί να είναι επαρκής χρήστης της γλώσσας του αν δεν διδαχθεί τη λόγια παράδοση, η οποία μπόλιασε ως εσωτερικός δανεισμός- το λεξιλόγιο της νεότερης ελληνικής: το γνωστό, και άκυρο, επιχείρημα ότι δεν ξέρεις επαρκώς ελληνικά, αν δεν ξέρεις την αρχαία και την καθαρεύουσα. Με την ίδια λογική ο νεαρός Γάλλος δεν θα είναι ποτέ επαρκής χρήστης της γλώσσας του, αν δεν ξέρει λαϊκά λατινικά, μεσαιωνικά λατινικά και αρχαία γαλλικά.
Η περίφημη διαχρονική ενότητα γραφής και ορθογραφίας δεν συνιστά επίσης κανενός είδους μοναδικότητα υπάρχουν πολλά άλλα παράλληλα. Και η ιστορική ορθογραφία δεν σημαίνει, σε καμιά περίπτωση, την επιβίωση της αρχαίας μέσα στην νεότερη γλώσσα.
Το επιχείρημα της «δομικής» συνοχής είναι ένα γλωσσολογικό φάντασμα που καλείται να στηρίξει το επιχείρημα της μοναδικής και μοναδικά ενιαίας ελληνικής γλώσσας. Η ελληνική, μας λένε, παρά τις αλλαγές που υπέστη μέσα στον χρόνο, δεν «αλλοιώθηκε» ως «προς τον εσωτερικό σκελετό της» μπορεί να εμφανίζει χαρακτηριστικά μετακίνησης σε άλλη τυπολογική κατηγορία από συνθετική σε αναλυτική- αλλά αυτό δεν είναι και τόσο σημαντικό σημαντικό και αποδεικτικό της μοναδικότητάς της είναι ότι διατήρησε διακρίσεις πτώσεως, αριθμού, γένους, κλπ. (Μπαμπινιώτης 1994, κζ΄). Τα δεδομένα κόβονται, ράβονται και αξιολογούνται αυθαίρετα, για να στηρίξουν τον μύθο της μοναδικότητας της ενιαίας ελληνικής γλώσσας και να οδηγήσουν στο γλωσσολογικά αυθαίρετο και ασύστατο συμπέρασμα ότι χωρίς αρχαία και καθαρεύουσα ο χρήστης της νεότερης ελληνικής είναι γλωσσικά ανάπηρος. Η ενότητα και η συνέχεια υπάρχουν, όμως, για τον ερευνητή και όχι για τον χρήστη, ο οποίος δεν μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα μέσω ετυμολογικών λεξικών και ιστορικών γραμματικών [8]. Και εδώ θέλω να ξαναθυμίσω ένα χαρακτηριστικό όλης αυτής της νεότερης φιλολογίας περί γλώσσας: την παντελή της αδιαφορία για τη γλωσσολογική γνώση και τη, συχνότατα συνειδητή, παλινδρόμηση σε προ-επιστημονικές θέσεις που υπηρετούν τις επιθυμητές σκοπιμότητες [9].
Το μυθικό επιχείρημα της μοναδικότητας της ενιαίας ελληνικής γλώσσας ολοκληρώνεται με το εξίσου μυθικό επιχείρημα της μοναδικότητάς της από πλευράς περιεχομένου η «ελληνική σημαντική» της διακήρυξης του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου (1984, 12). Η ελληνική αυτή σημαντική γεννιέται, κατά κύριο λόγο, στην αρχαιότητα και μεταφέρεται μαγικά και αδιάσπαστα μέσα στον χρόνο με κύριο όχημα τη λόγια παράδοση- στη νεότερη ελληνική, αφού βέβαια κατακτήσει και εκπολιτίσει την υπόλοιπη Ευρώπη. Για να ολοκληρωθούν γλωσσικά αλλά και πνευματικά οι νεότεροι, πρέπει να γίνουν κοινωνοί αυτής της σημαντικής, όπως βρίσκεται προνομιακά αποτεθειμένη στην αρχαία ελληνική και στην αρχαιότροπη γλωσσικά λόγια παράδοση. Κι εδώ επιστρατεύεται και ο Βιτγκενστάιν, αφού υποστεί τις αναγκαίες προκρούστειες παρεμβάσεις, ώστε να είναι χρήσιμος για το μύθο. «Ο κόσμος μου υπάρχει, στον βαθμό που μπορώ να τον εκφράσω με τη γλώσσα μου», λέει ο Βιτγκενσταίν, και εννοεί ότι ο κόσμος υπάρχει, για το υποκείμενο, στον βαθμό και με τον τρόπο που έχει εμπλακεί στον ιστό της γλώσσας και της λογικής δομής της. Όταν μιλάει για γλώσσα ο Βιτγκενστάιν, δεν εννοεί βέβαι α την κάθε μεμονωμένη γλώσσα, αλλά τη γλώσσα γενικότερα και την κοινή, ενδεχόμενα, λογική δομή των γλωσσών. Η μυθολογία της «ελληνικής σημαντικής» τροποποιεί ανενδοιάστως τη ρήση του Βιτγκενστάιν: «ο ελληνικός κόσμος μου υπάρχει, στον βαθμό που μπορώ να τον εκφράσω με την ενιαία και μοναδική ελληνική μου γλώσσα» (Μπαμπινιώτης 1994, 6, 17). Γι’ αυτό είναι εθνικό έγκλημα να μην διδάσκονται τα αρχαία και η καθαρεύουσα στο γυμνάσιο, για ορισμένους και στο δημοτικό, αν όχι και στα νήπια [10].
Θα ήθελα να κλείσω την εξέταση της πρώτης αυτής περιόδου (1974-1985) μ’ ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της σκόπιμης ελευθεριότητας στη χρήση των γλωσσολογικών εννοιών και εργαλείων. Πρόκειται για την έννοια της «μιγαδοποίησης» (Μπαμπινιώτης 1994, 242). Η «εισβολή», όπως ονομάζεται, αγγλικών, κυρίως, λέξεων στην ελληνική απειλεί να τη μετατρέψει σε «μιγαδική» γλώσσα. Μιγαδικές είναι οι γλώσσες που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας, για να ικανοποιήσουν τις επικοινωνιακές ανάγκες εργατικού ή δουλικού δυναμικού στην υπηρεσία των αποικιοκρατών (κυρίως γαιοκτημόνων). Το δυναμικό αυτό ήταν ποικίλης γλωσσικής προέλευσης και το γλωσσικό όργανο που προέκυψε βαθμιαία, η μιγαδική γλώσσα, βασίστηκε στη γλώσσα της αποικιοκρατικής δύναμης (αγγλικά, γαλλικά, πορτογαλικά, ισπανικά), αλλά επηρεάστηκε και από τις ποικίλες υποστρωματικές γλώσσες. Οι μιγαδικές είναι πλήρεις γλώσσες, απόλυτα ισότιμες με οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Υπάρχει αναλογία ανάμεσα στις συνθήκες που γέννησαν τις μιγαδικές γλώσσες και στις συνθήκες μέσα στις οποίες η ελληνική έρχεται σε επαφή σήμερα με την αγγλική; Απολύτως καμία. Το επιχείρημα της μιγαδοποίησης προωθείται γιατί δρα συμβολικά: ερεθίζει το αντανακλαστικό της «καθαρότητας»- και, μάλιστα, μέσα από τις (για κάποιους) αρνητικές φυλετικές συνδηλώσεις της έννοιας «μιγάς»- και συναντιέται με το επιχείρημα της μοναδικής ελληνικής γλώσσας, η οποία κινδυνεύει να εκβαρβαριστεί.
Επιτρέψτε μου τώρα να καταλήξω σε κάποιες γενικότερες διαπιστώσεις σχετικά με τις γλωσσικές αντιπαραθέσεις της πρώτης μεταπολιτευτικής δεκαετίας. Η καθιέρωση της δημοτικής ακολουθεί φυσικά την πτώση της δικτατορίας: τα οχυρά του καθαρευουσιανισμού και η ευρύτερη ιδεολογική τους βάση έχουν υπονομευθεί από τις πράξεις και τον «ελληνοχριστιανικό» λόγο της δικτατορίας. Επιπλέον, η καθιέρωση της δημοτικής προβάλλει ως αίτημα εκπαιδευτικού εκσυγχρονισμού ενόψει της ένταξης στην ΕΟΚ. Το γεγονός αυτό αποτελεί το πρώτο έναυσμα για την ανασύνταξη της ελληνοκεντρικής ιδεολογίας, που ενισχύεται από την αντιπαλότητα προς την έντονη ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας, τη ριζοσπαστική ρητορική του πρώιμου ΠΑΣΟΚ και τις παρεμβάσεις του κυβερνητικού πια ΠΑΣΟΚ στο αναλυτικό πρόγραμμα σε ότι αφορά τη γλωσσική διδασκαλία αλλά και ευρύτερα των ανθρωπιστικών μαθημάτων (Ιστορία λ.χ.).
Η κινδυνολογία για την ελληνική γλώσσα και την ελληνικότητα- που αρχίζει να αναπτύσσεται είναι, στην ουσία, αντίλογος στην ριζοσπαστικοποίηση της πρώιμης μεταπολίτευσης αλλά και στον ευρωπαϊσμό, στον οποίο χρεώνεται, εν μέρει, η επαπειλούμενη «αποκοπή από τις ρίζες» (Μπαμπινιώτης 1994, 13). Ο αντίλογος αυτός χρησιμοποιεί εργαλεία γνωστά από την ιστορία του ελληνικού «γλωσσικού ζητήματος»: «ενιαία ελληνική γλώσσα», «γλωσσική καθαρότητα» κλπ. Τα εργαλεία αυτά όμως ανασημασιοδοτούνται. Και δεν εννοώ απλά την προκρούστεια χρήση της νεότερης γλωσσολογίας, ώστε να περιβληθούν με κάποια επίφαση επιστημονικής εγκυρότητας. Εννοώ την ανασημασιοδότησή τους στο πλαίσιο μιας άλλης ιστορικής συγκυρίας. Το αξίωμα του «ενιαίου» της ελληνικής γλώσσας και το αίτημα της «καθαρότητας» είναι για τον 19ο αιώνα και το νεότευκτο νεοελληνικό κράτος η αναζήτηση μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας μέσω της αρχαίας ελληνικής που διαθέτει τόσο κύρος στην Ευρώπη. Οι Νεοέλληνες θα πάψουν να είναι Ανατολίτες και θα γίνουν Ευρωπαίοι μέσω της ενιαίας ελληνικής γλώσσας κατ’ ουσίαν μέσω της αρχαίας και της καθαρεύουσας- και μέσω της κάθαρσης της νεοελληνικής από τα τεκμήρια της φθοράς και της παρακμής: τα τουρκικά, κυρίως, δάνεια.
Στην περίοδο που εξετάζουμε, το «ενιαίο» της ελληνικής γλώσσας επανερμηνεύεται ως μια ιστορική μοναδικότητα που αποδεικνύει την ανωτερότητα της ελληνικής απέναντι στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, τις οποίες γονιμοποίησε το αίτημα της κάθαρσης αφορά στην προστασία της και την κάθαρσή της- από τη δυτική, μέσω της αγγλικής, εκφυλιστική γλωσσική ηγεμονία (ο κίνδυνος της «μιγαδοποίησης»). Η ευρωκεντρική εθνική γλωσσική ιδεολογία του 19ου αιώνα αρχίζει να μετασχηματίζεται σε αντιευρωπαϊκή-εθνοκεντρική ή και εθνικιστική γλωσσική ιδεολογία της ανωτερότητας και της μοναδικότητας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την εποχή αυτή αρχίζει να διαμορφώνεται το «νεοορθόδοξο» ρεύμα που συγχρονίζεται απολύτως με τον γλωσσικό και άλλον ελληνοκεντρισμό, υποσκάπτοντας έτσι ένα βασικό χαρακτηριστικό της ορθοδοξίας, που είναι χαρακτηριστικό κάθε θρησκείας, την οικουμενικότητα της (βλ. Χόμπσμπαουμ 1994, 245). Βασικό συστατικό της νεοορθόδοξης τάσης είναι ο αντιευρωπαϊσμός, μέσα από τον παραδοσιακό αντιδυτισμό της ορθόδοξης εκκλησίας. Η λόγια παράδοση υπήρξε πάντα ευρωποκεντρική. Οι κληρονόμοι της, στην εποχή που συζητάμε, ανασημασιοδοτώντας τα ίδια εργαλεία, υιοθετούν κατ’ ουσίαν την αντίθετη στάση [11].
Η επόμενη περίοδος μέσα της δεκαετίας του ’80 μέχρι και σήμερα- είναι σημαδεμένη από διεθνή γεγονότα κοσμοϊστορικής σημασίας: κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, παγκόσμια κυριαρχία του αντίπαλου στρατοπέδου και της οικονομίας της αγοράς με τη νεοφιλελεύθερη μορφή της. Στις πρώην ανατολικές χώρες, το πήδημα από το τηγάνι του υπαρκτού σοσιαλισμού στη φωτιά του καπιταλισμού σημαίνει φτώχεια, αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού, αναβίωση των εθνικισμών. «Όταν η κοινωνία αποτύχει, το έθνος εμφανίζεται ως η υπέρτατη εγγύηση» (Χόμπσμπαουμ 1994, 245).
Για την Ελλάδα οι αλλαγές αυτές έχουν, βέβαια, σημαντικές επιπτώσεις. Στην εξ Ανατολών απειλή έρχονται να προστεθούν τα προβλήματα από τον Βορρά, με πρώτο και κύριο το «μακεδονικό» και, κατά δεύτερο λόγο, τα ζητήματα με την Αλβανία. Η αντιπαράθεση με τα Σκόπια είναι αυτή που «φουντώνει», για να το πω έτσι, τη διαφαινόμενη από την προηγούμενη περίοδο εθνικιστική μορφοποίηση του ελληνοκεντρισμού γλωσσικού και άλλου. Το επιχείρημα της μοναδικότητας και της ανωτερότητας του απειλούμενου ελληνισμού βρίσκει έναν εξαιρετικό «σύμμαχο» στον σκοπιανό αλυτρωτισμό και στις εθνικιστικές του επιλογές. Ο ελληνισμός και η ελληνικότητα κινδυνεύουν από τους βόρειους υπανάπτυκτους σφετεριστές και από τους Ευρωπαίους τους ξένους- ,που δεν κατανοούν τα ιστορικά μας δίκαια, παρόλο που εμείς αυτό το μυθικό «εμείς»- είμαστε εκείνοι που εκπολιτίσαμε με τη γλώσσα «μας» και τον πολιτισμό «μας».
Οι εξωτερικές αυτές συγκυρίες συναντιούνται με την εσωτερική πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας: λιτότητα, ανεργία, ανασφάλεια, σκάνδαλα και σκανδαλολογία, πολιτική παθητικοποίηση και απογοήτευση. «Όταν η κοινωνία αποτύχει, το έθνος εμφανίζεται ως η υπέρτατη εγγύηση», για να ξαναθυμηθούμε τη διατύπωση που μόλις παραθέσαμε. Εξωτερικές και εσωτερικές συγκυρίες συνεργάζονται ώστε να αποκτήσει πλατιά βάση και αποδοχή ο εθνικιστικός ελληνοκεντρισμός.
Τι γίνεται, ειδικότερα, στο μέτωπο της γλώσσας; Το αίτημα της επαναφοράς των αρχαίων στο γυμνάσιο για ορισμένους και στο δημοτικό- διατυπώνεται όλο και πιο επιτακτικά, και σ’ ένα όλο και ευρύτερο ιδεολογικοπολιτικό φάσμα. Το παραδοσιακό «σωστικό του έθνους» (κατά την έκφραση της Έλλης Σκοπετέα), οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, και όλο το σχετικό σκεπτικό της ανασημασιοδοτημένης μυθολογίας της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου κυριαρχεί, και τα αρχαία επαναφέρονται. Τα σχετικά διδακτικά εγχειρίδια καθορίζονται και διαμορφώνονται από αυτή τη μυθολογία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη φάση αυτή δεν ακούγεται πλέον το επιχείρημα της «κακοποίησης» της ελληνικής γλώσσας από την «κομματικοποίησή» της. Ο λόγος είναι απλός: ο αντίπαλος λόγος μοιάζει να έχει χάσει ως περιεχόμενο- τη δύναμη να επηρεάζει αποφασιστικά. Τονίζω τη λέξη «περιεχόμενο», γιατί αυτό ήταν ο βαθύτερος στόχος της κινδυνολογικής γλωσσικής μυθολογίας. Κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, συρρίκνωση, στο εσωτερικό, της αριστεράς και του αυθεντικού αμφισβητητικού λόγου, παθητικοποίηση.
Αυτό που κυριαρχεί, στη φάση αυτή, είναι ο μύθος της μοναδικότητας και της ανωτερότητας της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού (του αρχαίου ελληνικού) πολιτισμού. Μετριούνται μετά μανίας οι λέξεις τις οποίες δάνεισε η γενναιόδωρη και μοναδική ελληνική στις φτωχές, σχεδόν άναρθρες, συγγένισσές της τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες- και σηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών, όταν διαπιστώνεται ότι υπάρχει ο κίνδυνος να εξαιρεθεί η ελληνική από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η θεμιτή όχληση από μια τέτοια προοπτική, εδώ παίρνει διαστάσεις ελληνοκεντρικής υστερίας. «Αυτό μπορεί να ισχύσει για άλλες μικρές γλώσσες», ακούγεται από επίσημα χείλη, «αλλά όχι για την ελληνική».
Για να συνοψίσω: στην τελευταία εικοσαετία, απόψεις για τη γλώσσα που κατάγονται από την ελληνική εθνική μυθολογία αυτή που σχετίζεται με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους και της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας- ανασημασιοδοτούνται δραστικά στην κατεύθυνση μιας εθνικιστικής μυθολογίας. Η απάντηση στο πρόβλημα της «ετερότητας» είναι η εθνικιστική αναδίπλωση.
Ωστόσο το ζήτημα της «ετερότητας» υπάρχει, και μάλιστα για ένα έθνος όπως το νεοελληνικό, το οποίο ιστορικά ισορροπεί ή ανισορροπεί- ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή, στην «καθ’ ημάς» έστω Ανατολή. Και θα συμφωνήσω απόλυτα με τον κ. Ελεφάντη (1994) ότι η ετερότητα είναι σήμερα στο στόχαστρο μιας παντοδύναμης γεωοικονομίας των πολυεθνικών και των πολυμέσων, που αποστρέφονται εθνικές ιδιαιτερότητες οι οποίες εμποδίζουν την απόλυτη κυριαρχία τους. Αυτή η κρίσιμη όψη του ζητήματος δεν εμφανίζεται καθόλου στη γλωσσική μυθολογία που εξετάσαμε, και αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο, με δεδομένη την ευρύτερη ιδεολογία της. Και όπως πάλι επισημαίνει πολύ σωστά ο κ. Ελεφάντης, «οι αρχιερείς της παγκοσμιοποίησης» συχνά σηκώνουν το λάβαρο του αντιεθνικισμού και στο ζήτημα της γλώσσας [12]
Πώς θα διαφοροποιηθεί κανείς από έναν αντιεθνικισμό, έναν κοσμοπολιτισμό, που έχει βαθύτερο κίνητρο το κέρδος και την κυριαρχία, και πώς θα υπερασπιστεί την «ετερότητά» του χωρίς να παλινδρομήσει σ’ έναν ξενοφοβικό εθνικισμό;
Θα μιλήσω για τη γλώσσα και για τη γλωσσική πολιτική, με την επίγνωση κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό- ότι το «χοντρό παιχνίδι», για το πω έτσι αγοραία, δεν παίζεται στο γήπεδο της γλώσσας, αλλά σε άλλα, στρατηγικότερης σημασίας, γήπεδα.
Τι κάνει κανείς απέναντι σ’ έναν λόγο, σε γλωσσικές χρήσεις, που σχεδιάζεται στα «λογιστήρια» της «παγκοσμιοποίησης», για να χρησιμοποιήσω τις εκφράσεις του κ. Ελεφάντη, και που στοχεύει στη συγκάλυψη, στον καταναγκασμό, την παραπληροφόρηση, την εμπορευματοποίηση των πάντων και στην υποταγή του δέκτη στις επιταγές της; Αυτό το είδος λόγου το ζούμε εδώ και μια δεκαετία στην Ελλάδα, στον χώρο κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, της παντοδύναμης ιδιωτικής τηλεόρασης. Και αυτή η γλωσσική χρήση πριμοδοτεί και μυθοποιεί την ξένη λέξη όλα τα κανάλια έχουν αγγλικές επωνυμίες-, γιατί ξέρει την εμπορικότητά της, τη δύναμη που ασκεί πάνω στον δέκτη ως αποδέκτη και καταναλωτή.
Το χειρότερο που έχει να κάνει κανείς είναι να κραυγάσει «κινδυνεύει η καθαρότητα της γλώσσας μας και της φυλής μας», και να προχωρήσει στην εθνικιστική μυθοποίηση της γλωσσικής ετερότητάς του και στη νομική, ενδεχομένως, προστασία της. Η γλώσσα δεν κινδυνεύει από τέτοιες γλωσσικές χρήσεις, γιατί η γλώσσα μπορεί και να αποκαλύπτει και να συγκαλύπτει, και να απελευθερώνει και να καταναγκάζει. Έχει, λοιπόν, η γλώσσα μια συστατική ουδετερότητα. Η συγκάλυψη, ο καταναγκασμός, η παραπληροφόρηση δεν αποτελούν γλωσσική παθολογία. Σε αυτά τα περιεχόμενα απαντά κανείς μ’ έναν αντίπαλο λόγο που εκφράζει τα αντίπαλα περιεχόμενα.
Στον χώρο της γλωσσικής πολιτικής, η «ετερότητα», μια «ετερότητα» που θα πρέπει ταυτόχρονα να διακρίνει και να ενώνει, θα διαφυλαχθεί και, σε κάποιο ποσοστό, θα διαμορφωθεί- όχι μέσα από τη μυθοποίηση της μητρικής γλώσσας και της ιστορίας της, αλλά μέσα από την απομυθοποίησή της: μέσα από την αποκάλυψη τόσο των ιστορικών (και όχι μυθικών) ιδιαιτεροτήτων της όσο και της ενότητάς της με τις άλλες γλώσσες ενότητα που, απώτερα, προκύπτει από την ενότητα της ανθρώπινης νόησης.
Η απομυθοποίηση αυτή θα πρέπει βέβαια να επεκταθεί, με ανάλογο τρόπο, και στη διδακτική της ξένης γλώσσας: της «ισχυρής» ξένης γλώσσας που εκφράζει ένα «ισχυρό» πολιτισμικό μοντέλο. Η υπεράσπιση της «ετερότητας» -ειδικά στον χώρο των «ασθενών» λεγόμενων γλωσσών- θα πρέπει να διαμορφώσει τη διδακτική εκείνη που συνειδητά θα αντιστέκεται στις μυθοποιητικές συνδηλώσεις με τις οποίες η ισχυρή πολιτισμικά- γλώσσα περιβάλλεται στην επικράτεια της «ασθενούς» γλώσσας. Ας μην ξεχνάμε ότι η μεθοδολογία της διδακτικής παράγεται, για προφανείς λόγους, στις χώρες όπου μιλιούνται «ισχυρές» γλώσσες. Είναι καιρός εμείς οι γλωσσολόγοι των «μικρών» γλωσσών να ξανασκεφτούμε το ζήτημα της διδακτικής της ισχυρής ξένης γλώσσας, που δεν είναι βέβαια καθόλου άσχετο με το ζήτημα της διδακτικής της μητρικής γλώσσας (Semoglou 1993).
1.Ευχαριστώ την Έλλη Σκοπετέα, που με βοήθησε να δω καθαρότερα, και σε ιστορική προοπτική, αρκετά σημεία αυτού του προβλήματος.
2.Στις αρχές αυτής της περιόδου νομιμοποιείται και το Κ.Κ.Ε.
3.Οι σημερινοί Βούλγαροι μιλούν μια σλαβική γλώσσα, αλλά η αρχική τους γλώσσα δεν ήταν σλαβική κάτω από την επιρροή του σλαβικού περιβάλλοντος αφομοιώθηκαν γλωσσικά. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις ακολούθησαν μια συνειδητή πολιτική υποβάθμισης των τοπικών γλωσσών, αναδεικνύοντας τις δικές τους γλώσσες σε γλώσσες της διοίκησης αλλά και της εκπαίδευσης. Αυτό το έζησε και η Κύπρος, μόνο που εδώ λόγω της εσωτερικής αντίστασης το φαινόμενο αυτό δεν πήρε τις διαστάσεις που παρατηρεί κανείς λ.χ. στην Αφρική (βλ. σχετικά Phillipson 1992). Η τύχη της ελληνικής γλώσσας στη διασπορά είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Εκεί η ελληνική γλώσσα όντως κινδυνεύει, γιατί χάνει τους ομιλητές της.
4.«Κακοποίηση» της γλώσσας, βλ. Μπαμπινιώτης 1994, 166 ΕΓΟ 1984, 7.
5.Για τον Μπαμπινιώτη (1994, 10) «λεξιπενία» είναι η «φτώχεια στη χρήση και την κατανόηση ενός ευρύτερου λεξιλογίου». Ως «ευρύτερο» λεξιλόγιο θεωρείται, κατά κύριο λόγο, η αρχαία και η αρχαιότροπη γλώσσα (καθαρεύουσα). Το γεγονός ότι η αρχαία γλώσσα δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να θεωρηθεί ως «ευρύτερο λεξιλόγιο» των ομιλητών της νέας ελληνικής δεν αναστέλλει τη διατύπωση αυτής της άποψης. Η ελληνική γλώσσα, υποστηρίζεται, είναι «ενιαία». Θα συζητήσουμε αυτόν τον μύθο λίγο παρακάτω. Η ουσία του (μυθικού) επιχειρήματος της «λεξιπενίας» είναι εξωγλωσσική: η υποχώρηση της καθαρεύουσας απειλεί ένα ολόκληρο συντηρητικό ιδεολογικό οικοδόμημα. Η «λεξιπενία» είναι ένα από τα όπλα με τα οποία το οικοδόμημα αυτό αμύνεται ή και αντεπιτίθεται.
6.«Το ζήτημα που τίθεται στην πράξη είναι σε ποιο βαθμό μπορεί να αλλοιωθεί η γλωσσική μας ταυτότητα από την επαφή της ελληνικής με τις ισχυρές (σε έκταση χρήσεως και κοινωνικοπολιτικό γόητρο) γλώσσες της Κοινότητας» (Μπαμπινιώτης 1994, 13).
7.Βλ. λ.χ. Μπαμπινιώτης 1994, λδ΄, κδ΄-ε΄. Επιχειρήματα μοναδικότητας βρίσκει κανείς και σε άλλες γλωσσικές μυθολογίες, βλ. σχετικά Χόμπσμπαουμ 1994, 170 και Phillipson 1992.
8.Δύσκολα συγκαλύπτεται, μέσα στη θέση αυτή, ο απόηχος της ακραίας καθαρευουσιάνικης άποψης που κατακεραυνώθηκε επανειλημμένα από τον Χατζιδάκι-, η οποία έβλεπε στη νεότερη ελληνική τη «διεφθαρμένη» και «νοσηρά παραφυάδα» της αρχαίας ελληνικής.
9.Έτσι, οι θέσεις του Κοραή, («όποιος χωρίς την γνώσιν της αρχαίας επιχειρεί να ερμηνεύσει την νέαν ελληνική ή απατάται ή απατά») ή του Χατζιδάκι (η ιστορική έρευνα της νέας ελληνικής προϋποθέτει την μελέτη της μεσαιωνικής και της αρχαίας) προσάγονται απολύτως διαστρεβλωτικά (βλ. Μπαμπινιώτης 1994, 65)- ως επιχειρήματα της μοναδικής ενότητας και συνέχειας της ελληνικής, για να οδηγήσουν στο συμπέρασμα της αναγκαιότητας της διδασκαλίας των αρχαίων και της καθαρεύουσας στα σχολεία. Αλλά τόσο ο Κοραής, όσο και, κυρίως, ο Χατζιδάκις διατυπώνουν την προφανή αρχή προφανή για τη μελέτη και την έρευνα της ιστορίας κάθε γλώσσας- ότι η ιστορική γλωσσολογική έρευνα αναζητεί και παρακολουθεί τους ιστορικούς μετασχηματισμούς μιας γλώσσας.
10.«Γι’ αυτό και η ίδια η διδασκαλία μιας μητρικής εθνικής γλώσσας, όταν διδάσκεται σωστά και στο απαιτούμενο βάθος, είναι αυτόχρημα διδασκαλία του ύφους και του ήθους ενός λαού, ιστορικός και φρονηματιστικός μαζί παράγων» (Μπαμπινιώτης 1994, 6).
11.Και δεν πρόκειται απλά για την αντίθεση «Ελλάδα-Ευρώπη», αλλά για την αντίθεση «οικουμενικότητα-διεθνικότητα» (στενότερη ή ευρύτερη) από το ένα μέρος, «εθνοκεντρισμός-εθνικισμός» από το άλλο.
12.Για κάποια παλαιότερα ανάλογα φαινόμενα, βλ. Χόμπσμπαουμ 1994, 165.
Βιβλιογραφικές αναφορές
ΕΛΕΦΑΝΤΗΣ, Α. 1994. Για την «καθαρότητα» της γλώσσας. Η εποχή, 8 Μαΐου.
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ (ΕΓΟ). 1984. Ελληνική γλώσσα: συζητήσεις και αναζητήσεις. Αθήνα: Καρδαμίτσα.
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Γ. Δ. 1994. Η γλώσσα ως αξία: το παράδειγμα της ελληνικής. Αθήνα: Gutenberg.
PHILLIPSON, R. 1992. Linguistic Imperialism. Οξφόρδη: Oxford University Press
SEMOGLU, O. 1993. Enseignement prcoce du franais ou veil au langage: proposition pour les coles maternelles grecques. Ανακοίνωση στο: 3rd European Conference of the Quality of Early Childhood Education, Κρυοπηγή, Χαλκιδική, 1-3 Σεπτεμβρίου.
ΧΟΜΠΣΜΠΑΟΥΜ, Ε. 1994. Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα. Μτφρ. Χ. Νάντρις. Αθήνα: Καρδαμίτσα.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στον τόμο Η ελληνική γλώσσα στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση. Γλωσσικός πλουραλισμός και γλωσσοεθνοκεντρισμός, σελ. 163-179/ La langue grecque dans l’ Union europene largie. Plurilinuilisme et ethnocentrisme linguistique, σελ. 411-422 (Αθήνα: Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, 1996/ Αthnes: Centre de la Traduction Littraire, 1996).
http://anorthografies.blogspot.com/2007/01/blog-post.html