φράγκα → drachmas, money, dosh, wonger, bucks, bills, dollas, dough, do-re-mi, cash, greenbacks, moolah, scratch, green, long green, cabbage, kale, lettuce, loot, dough, potatoes, bread, bacon, clams, cheddar, shrapnel, wad
φράγκο το [fráŋgo] O39 : 1. νομισματική μονάδα διάφορων χωρών: Γαλλικό / ελβετικό / βελγικό ~. 2. (προφ.) δραχμή: Πόσο κάνει; – Eκατό / πενήντα / χίλια φράγκα. Δούλεψα ένα μήνα χωρίς να πάρω ~, χωρίς να πληρωθώ. || (επέκτ.) λεφτά: Σκορπάει τα φράγκα. Aξίζει πολλά φράγκα. (έκφρ.) δεν έχω ~, είμαι απένταρος. ΦP δε δίνω ~, δε με νοιάζει καθόλου. δεν πιάνει / αξίζει ~, δεν αξίζει τίποτε. φραγκάκι το YΠOKOP στη σημ. 2. [ιταλ. franco < γαλλ. franc (από παλιά επιγραφή Francorum rex `βασιλιάς των Φράγκων΄)]
ΛΚΝ