Γιώργος Καφταντζής, Η αγορά των Σερρών
Αν μου ζητούσε κανένας ξένος να του δείξω
το πιο αξιοθέατο μέρος της πατρίδας μου
στην αγορά των Σερρών θα τον πήγαινα
να τον σεργιανίσω, να την καμαρώσει.
Κάθε πρωί όταν ξυπνά η ζωή
παπλωματάδες, γανωτήδες, σιδεράδες, μαραγκοί
για τα εργαστήριά τους τραβούν κουβεντιάζοντας
κανάτια, πόρτες, κλειδαριές
πετούν χαρούμενους ήχους.
Ω, αγορά μου περήφανη
εγώ που σε ξέρω καλά
ξεχωρίζω το γέλιο απ’ το κλάμα σου.
Να, ακούστε κει που καρφώνουν πέταλα
βαρά το ντέφι της η αχνή Σελήνη
σ’ αυτή την αποθήκη του ρυζιού
στράφτει ένας σωρός από δάκρυα.
Α, μεγάλο πράμα αυτή η αγορά
η ίδια η ζωή που παλεύει είναι.
Μ’ αρέσει να περπατάω στα σοκάκια της
ψάχνοντας τα παιδικά μου χνάρια
σ’ αυτά τα μαγαζιά γλέντησα, δούλεψα
πότε αφεντικό, πότε δούλος.
Ε, Σερραίε χωριάτη
που κουβαλάς το βιος σου αποσταμένος
σε καλημερίζω ανοιχτόκαρδα.
Κι εγώ να ξέρεις
από τη φύτρα σου κρατώ
γι’ αυτό πηδώ σαν γλεντοκοπάς
πονώ σαν υποφέρεις.
Μπροστά στις ζυγαριές του δόλου
όταν παζαρεύουν τη δούλεψή σου
μπορώ ν’ αποδείξω πως σε κλέβουν.
Μα την αδικία δεν μπορούν αλίμονο
να σταματήσουν τα τραγούδια μου.
Ω, πόσο είναι αγορά μου όμορφα τα μαγαζιά σου
τι κουβαλητές οι δουλευτές σου.
Κοίταξε πώς υπομένουν καλόβολα
τη μαύρη συννεφιά του κόσμου
με πόση εμπιστοσύνη
εγκαταλείπονται στον ήλιο.
Εμείς οι δυο αγορά τα πάμε μια χαρά
ας ντρέπονται οι ντυμένοι για τη γύμνια
ας φοβούνται οι χορτάτοι για την πείνα
περιττό από μένα να φυλάγεσαι
άσε με να σε μελετάω
και να χαρτογραφώ τη θλίψη σου.
Μαγεία λεν και Μοναξιά
τα δυο ποτάμια που σε διασχίζουν.
Κι απ’ τον κάμπο που σε τριγυρίζει
έρχονται μυρίζοντας ήλιο και βροχή
το στάρι, το βαμβάκι, τα σταφύλια, οι ελιές
το κάρβουνο και το μέλι απ’ τα βουνά μας.
Πίσω απ’ τους στολισμένους μπάγκους
χρυσάφι συνάζει ο δανειστής
μαύρο φίδι τσιμπάει τον οφειλέτη.
Το ξέρω, τη ζωή πολλές φορές
την ξεγελάς αγορά μου
μα τι φταις εσύ αν την ξεγελάς;
Δες τα ρολόγια σου πότε-πότε
κουράζονται, σταματούν
μα ο χρόνος διαβαίνει.
Όταν πέσει το σκοτάδι
έξω απ’ τα κλεισμένα μαγαζιά
το βαρύ βήμα του νυχτοφύλακα
μετράει τη βουβή ελπίδα
που σε σκεπάζει με χίλια όνειρα.
Έτσι είναι, κλείνεις, ανοίγεις
πότε γιορτάζεις, στολίζεσαι
πότε θρηνοκοπάς τυλιγμένη πένθος
για το θάνατο κάποιου μαγαζάτορα.
Και πονάς, δε γίνεται, πονάς.
Τον πόνο σου να τον δει κανένας
δεν είναι δύσκολο
φτάνει να σε προσέξει.
Γιατί όλα πονούν σ’ αυτή την αγορά
κι αυτός ο μάγερας ο γελαστός
με γαλάζια ριγωτή ποδιά
κι αυτό το καπνισμένο φανάρι της πλατείας
κουβαριάζονται από πόνο.
Μ’ αυτή την αγορά πολλές φορές
μπορεί κανείς να χάσει το κέφι του.
Εδώ γεννιούνται, πεθαίνουν
αλογάριαστη σειρά τους περιζώνει.
Αχ, όλοι εσείς τριγυρνάτε
πάνω-κάτω ασταμάτητα
γιατί τη ζωή αγαπάτε, τίποτ’ άλλο.
Άντε τώρα σας παρακαλώ
διαλαλήστε το βιος σας δυνατά
δυόμιση χιλιάδες χρόνια αγορά μου
ακούω τη μελωδική φωνή σου.
Αυτή ’ναι η αγορά που πρέπει ν’ αγαπήσετε.
Καλημερίστε την.
Βάσανα και λαχτάρες ακούονται μέσα της.
Φτάνει αγορά μου.
Όταν σωπαίνεις και θυμάσαι
ανάμεσα στον καπνό και στ’ όνειρο
τότε καταλαβαίνω πως ζητάς βοήθεια.
Σάμπως πόσοι απομείναμε θαρρείς
απ’ τους ποιητές που μπορούν να σε καταλαβαίνουν;
Γι’ αυτό ίσως πιο πολύ να σε πονώ
και όταν ξαποστάσω θέλω
το φέρετρό μου να ’ναι αγορά μου από σένα
γεμάτο απ’ τη βουή σου.
Από τη συλλογή Δύσκολες χρονιές (1959)