στοίβα ή
στίβα;
στοίβα η [stíva] Ο25 : σωρός από όμοια ή ομοειδή πράγματα που είναι τοποθετημένα, συνήθ. πρόχειρα, το ένα επάνω στο άλλο ή ριγμένα κάπου: Έχω μια ~ πιάτα για πλύσιμο. Έχω ~ τα ρούχα για σιδέρωμα. Tα σακιά με το σιτάρι ήταν στοίβες στο υπόγειο. Έκανε τα ξύλα ~ / μια ~ ξύλα. Έχω να απαντήσω σε μια ~ γράμματα, σε πάρα πολλά. || (ως επίρρ.): Είμαστε ~ στο λεωφορείο κάθε πρωί, στοιβαγμένοι.
[στοιβ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη στοιβάδα ή στιβάδα; → στιβάδα