νύφη ή κουνιάδα;

dimgr · 5 · 38829

dimgr

  • Newbie
  • *
    • Posts: 15
Καλημέρα.
Επειδή γίνεται ένας πανικός με τους ορισμούς των παραπάνω λέξεων, αν ξέρει κάποιος σίγουρα παρακαλώ ας απαντήσει.

Αν εγώ είμαι γυναίκα...
α) Η γυναίκα του αδερφού μου, τι μου είναι;
β) Εγώ, τι είμαι για τη γυναίκα του αδερφού μου;
γ) Εγώ και η γυναίκα του αδερφού μου, πώς λεγόμαστε ως "πακέτο"

Όσον αφορά στο ( γ ), έχω ένα κείμενο που π.χ. λέει: Η Γιάννα και η Μαρία, οι δυο (................τι;............) έπιναν τον καφέ τους στη βεράντα.
Το κείμενο δεν μπορεί να γραφτεί αλλιώς.

Επιπλέον, ο "Μπάμπι" αναφέρει ως νύφη την γυναίκα του γιού μου (πεθερά-νύφη)
Η Βικιπεδια, αναφέρει ως νύφη "τη γυναίκα του αδερφού μου".
Η παροιμιά λέει: τα λέω στην πεθερά να τ' ακούει η νύφη. Ή το ανάποδο :)
Το γκάλοπ που έκανα, λέει ότι νύφη είναι "η γυναίκα του αδερφού μου".

Τρέχα-γύρευε.....





spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854551
    • Gender:Male
  • point d’amour
νύφη η [nífi] O30α πληθ. οικ. και νυφάδες συνήθ. στη σημ. 2 : 1α.σε σχέση με το μυστήριο ή με την τελετή του γάμου, γυναίκα που πρόκειται να παντρευτεί ή που μόλις παντρεύτηκε: O γαμπρός περιμένει τη ~ στην εκκλησία. Δεν ντύθηκε ~, πήγε να παντρευτεί με ένα απλό φόρεμα. Eίναι ντυμένη στα άσπρα σαν ~. Kαμαρώνει σαν ~. || (επέκτ.) αρραβωνιαστικιά. ΦP πληρώνω τη ~, πληρώνω τη ζημιά ή αναλαμβάνω τις συνέπειες μιας επιπόλαιας πράξης που κατέληξε σε αποτυχία· ΣYN ΦP πληρώνω τα σπασμένα. ΠAP Σαν θέλει η ~ κι ο γαμπρός τύφλα* να ΄χει ο πεθερός. Όλα του γάμου δύσκολα κι η ~ γγαστρωμένη*. β. κοπέλα που βρίσκεται σε ηλικία γάμου: Πλούσια / περιζήτητη / πολύφερνη ~. γ. (μτφ.) για ωραία παράλια πόλη· νύμφη2. 2. παντρεμένη γυναίκα σε σχέση με τους γονείς ή με τα αδέρφια του άντρα της: H πεθερά / η κουνιάδα αγαπάει τη ~ της. Ήρθαν να τους δουν τα παιδιά και οι νυφάδες τους / οι νύφες και οι γαμπροί τους. (έκφρ.) σαν τη ~ με την πεθερά*. ΠAP ΦP τα λέω στην πεθερά / σένα τα λέω πεθερά για να τ΄ ακούει η ~, για παρατήρηση που την απευθύνουμε σε έναν τρίτο, έμμεσα για να την ακούσει κάποιος άλλος που είναι άμεσα ενδιαφερόμενος. νυφούλα η YΠOKOP 1. Έγινε / ντύθηκε ~. || (μτφ.): H μυγδαλιά ντύθηκε ~, έβγαλε τα λευκά λουλούδια της. 2. H αγαπημένη μου ~. [μσν. νύφη < αρχ. νύμφη με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f]· νύφ(η) -ούλα]

κουνιάδος ο [ku<n>áδos] O18 θηλ. κουνιάδα [ku<n>áδa] O26 : ο αδελφός του συζύγου ή της συζύγου κάποιου· (πρβ. αντράδελφος, γυναικάδελφος). [μσν. κουνιάδος < βεν. *cugniado -ς, cugnada]



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Αν εγώ είμαι γυναίκα...
α) Η γυναίκα του αδερφού μου, τι μου είναι;
β) Εγώ, τι είμαι για τη γυναίκα του αδερφού μου;
γ) Εγώ και η γυναίκα του αδερφού μου, πώς λεγόμαστε ως "πακέτο"

α) νύφη μου
β) κουνιάδα της
γ) αδελφές (εξ αγχιστείας)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


dimgr

  • Newbie
  • *
    • Posts: 15
Ευχαριστώ όλους για την απάντηση.
Spiros από ποιο λεξικό πήρες αυτές τις πληροφορίες; Αν μπορείς στείλε μου τιτλο-εκδόσεις.



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (http://www.komvos.edu.gr/dictionaries/dictadv/DictAdvSeaS.htm) και υπάρχει σύνδεσμος στο πάνω μέρος της σελίδας μας (Greek monolingual).
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


 

Search Tools