κακοποιητικός → abusive

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 856026
    • Gender:Male
  • point d’amour
κακοποιητικός → abusive
κακοποιητική
κακοποιητικό

Μια λέξη που δεν υπάρχει σε Χρηστικό λεξικό/Τριανταφυλλίδη ενώ στον Μπαμπινιώτη αναφέρεται απλώς στο τέλος του λήμματος «κακοποίηση».

-ή, -ὁ (Α κακοποιητικός, -ή, -όν) κακοποιώ
αυτός που έχει τάση να κάνει κακό ή να κακομεταχειρίζεται τους άλλους
αρχ.
πονηρός, επίβουλος, κακοποιός.
κακοποιητικός - Ancient Greek (LSJ)
« Last Edit: 05 Apr, 2024, 13:19:51 by spiros »


 

Search Tools