φρασεολογισμός → fraseologismo
Φρασεολογισμός/ λεξική φράση:
Η φράση που αποτελείται από δύο ή περισσότερες λέξεις αλλά εμφανίζει μία σημασία. Η σημασία της φράσης δεν αντιστοιχεί στο άθροισμα των σημασιών των δύο λέξεων αλλά πρόκειται για μια καινούρια σημασία, η οποία δεν προκύπτει από τις σημασίες των συστατικών της λέξεων: π.χ. παιδική χαρά. Οι σχέσεις των λέξεων που συμμετέχουν στη λεξική φράση είναι πολύ στενές: η σημασία απορρέει μόνο από τις συγκεκριμένες λέξεις και από τη συγκεκριμένη, σταθερή σειρά με την οποία εμφανίζονται: π.χ. παιδί του σωλήνα και όχι μωρό του σωλήνα. Ειδική κατηγορία φρασεολογισμών είναι οι ιδιωματικές εκφράσεις, π.χ. δάγκωσε τη λαμαρίνα, πράσιν' άλογα, όπου η σημασία είναι πλήρως αποσυνδεμένη από τις σημασίες των συστατικών της.
http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/F/fraseologismos.htm