marketer → αγοραλόγος, αγοραλογητής, μαρκετίστας, έμπορος, επιχειρηματίας, άτομο που ασχολείται με το μάρκετινγκ, έμπορος

spiros · 2 · 1978

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854561
    • Gender:Male
  • point d’amour
marketer → αγοραπωλητής, έμπορος, προμηθευτής, αγοραλογητής, μαρκετίστας, μάρκετερ, μαρκετίστας

One who designs and executes marketing campaigns.
marketer - Wiktionary
Definitions of marketer - OneLook Dictionary Search

One that sells goods or services in or to a market, especially one that markets a specified commodity: a major wine marketer.
Yahoo
« Last Edit: 26 Sep, 2022, 16:51:50 by spiros »


valeon

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 13958
    • Gender:Male
  • Κώστας Βαλεοντής <Φυσική, Tηλ/νίες, ΙΤ, Ορολογία>
Στη χτεσινή συνεδρίασή της, η ΜΟΤΟ αποφάσισε:

Υιοθέτησε τις αποδόσεις αγοραλόγος, αγοραλογητής, ενώ από τους υπόλοιπους όρους του νήματος προτείνει: να μείνει μόνο ο μαρκετίστας και να παραλειφθούν πλήρως οι αποδόσεις: αγοραπωλητής, έμπορος, προμηθευτής και μάρκετερ



 

Search Tools