terrace, roof
δώμα το [δóma] O48 : 1. επίπεδη στέγη. α. στη νησιώτικη αρχιτεκτονική, χωμάτινη στέγη ειδικά κατασκευασμένη, ώστε να χρησιμοποιείται για τη συλλογή νερού. β. η ταράτσα, στη σύγχρονη αρχιτεκτονική. 2. δωμάτιο ή μικρό διαμέρισμα σε ταράτσα. 3. (αρχαιολ.) μέγαρο ή το κύριο μέρος του μεγάρου στην αρχαία ελληνική οικία. || (ειρ.) Aποσύρθηκε στα δώματά του / της, στα ιδιαίτερα διαμερίσματα. || (λογοτ.): Tα ουράνια δώματα, ο ουρανός. [1, 2: ελνστ. δῶμα `στέγη΄, αρχ. σημ.: `κυρίως αίθουσα΄· 3: λόγ. < αρχ. δῶμα]
ΛΚΝ