Βαθύτατα νοήματα, Αναστασία. Σε αντίθεση μ’ αυτό που είπα τις προάλλες στη Μαρίνα για το ποίημα «Η άνθρωπος», εδώ είμαι πεπεισμένη ότι έχουμε να κάνουμε με ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη που παράλληλα είναι αρκετά γνωστό.
Λες γι’ αυτούς που ταυτίζονται με τις φράσεις και τις σκέψεις της ποιήτριας και ότι το ποίημα θα μπορούσε να θεωρηθεί διαχρονικό. Θα πω κατηγορηματικά ότι επιβάλλεται να θεωρηθεί διαχρονικό. Τόσο όσο κι αυτή καθεαυτή η έπαρση. Μια ανθρώπινη αντίδραση, ενίοτε και στάση ζωής που ταλανίζει αυτόν που διακατέχει, όσο κι αν δείχνει να μην το αντιλαμβάνεται ο ίδιος, και που, δυστυχώς, καταδυναστεύει τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν και πλήττει την αξιοπρέπειά τους.
Τα λέει όλα η Καρέλλη με τα δύο τελευταία τετράστιχα:
Δίχως της συγκατάβασης τη χάρη,
στεγνών’ η δύναμη την ευφορία του σώματος.
Σα θάνατος αδιέξοδος η δύναμη της έπαρσης,
σπάνιο, απαίσιο χάρισμα της μοναξιάς αγέρωχης.
Μη λησμονείς την έπαρση.
Μονάχα, όταν σου γίνει δοκιμασία, ψυχή,
θα μάθεις τη σημασία
της άκρατης, σφοδρής υπερηφάνειας
το ακόρεστο μυστικό.
Και μην ξεχνάμε τι λέει το αγαπημένο μας λεξικό για τη λέξη «έπαρση»:
ΛΚΝ
έπαρση η [éparsi] O33 : 1.υπερβολική υπερηφάνεια, μεγάλη ιδέα κάποιου για τον εαυτό του με αποτέλεσμα να φέρεται περιφρονητικά ή υποτιμητικά στους άλλους· (πρβ. αλαζονεία, υπεροψία): Άνθρωπος γεμάτος ~. H ~ της απόλυτης βεβαιότητας. Διηγείται με ~ τα κατορθώματά του. 2. ανύψωση σημαίας στον ιστό. ANT υποστολή: Mετά τον εκκλησιασμό έγινε ~ της σημαίας και έψαλαν τον εθνικό ύμνο. [λόγ. < ελνστ. ἔπαρ(σις) -ση, αρχ. σημ.: `φούσκωμα΄]
Κι η Ζωή Καρέλλη κάνει κάποια αδιόρατα παιχνίδια σ’ όλο το ποίημα με τους δύο ορισμούς της λέξης για να φτάσει στο τέλος να την αντιπαραβάλει με τη λέξη «υπερηφάνεια», για λόγους ευνόητους:
ΛΚΝ
υπερηφάνεια η [iperifánia] O27 & περηφάνια η [perifá<n>a] O25α : 1.αυξημένο συναίσθημα αξιοπρέπειας, η συναίσθηση που έχει κάποιος για την ηθική του αξία και η πρόθεσή του να τη διαφυλάξει: Mην πεις τίποτα που θα μπορούσε να πληγώσει την υπερηφάνειά του. Oι νίκες των βαλκανικών πολέμων τόνωσαν την εθνική ~. 2. συναίσθημα ικανοποίησης και χαράς για κτ. που απόκτησα, για κτ. που κατάφερα να κάνω. (έκφρ.) φουσκώνει* το στήθος μου από ~. || (μειωτ.) συναίσθημα ματαιοδοξίας και αλαζονείας. [υπερ-: λόγ. επίδρ. στο περηφάνεια (πρβ. αρχ. ὑπερηφανία ίδ. σημ.)· περ-: περήφαν(ος) -εια (ορθογρ. απλοπ.)]