Παιδιά, ξέρει κανείς πώς λέγεται (αν λέγεται) στα ελληνικά ο
trustee (a prison inmate); Ο φυλακισμένος που, επειδή θεωρείται καλό παιδί ή καλός σπιούνος ή ό,τι άλλο, απολαμβάνει ειδικά προνόμια; [Προσοχή, δεν αναφερόμαστε σε "VIP" φυλακισμένους]. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως όταν πρωτοκυκλοφόρησε η ταινία Μπρουμπέικερ, αποδιδόταν στους υπότιτλους ως "έμπιστος".
Μας κάνει αυτό; Υπάρχει κάτι άλλο;
Την αγάπη σας.
trusty →
αξιόπιστος, εμπιστεύσιμος, έμπιστος, έμπιστος κατάδικος με προνόμια, πιστός, προνομιούχος κατάδικος, προνομιούχος εγκάθειρκτοςA trusted person, especially a prisoner who has been granted special privileges
trusty - Wiktionarytrustee →
διαχειριστής, διαχειριστής περιουσίας διαχειριστής αλλοτρίων, διαχειριστής περιουσίας τρίτου, εμπιστευματούχος, εντολοδόχος-επιμελητής, επιμελητής υποθέσεων εταιρείας, επιμελητής υποθέσεων ομάδας, επιμελητής υποθέσεων σωματείου, επίτροπος, θεματοφύλακας, θεματοφύλαξ, καταπιστευματοδόχος, καταπιστευτικός διαχειριστής, μέλος διοικητικού συμβουλίου, σύνδικοςA person to whom property is legally committed in trust, to be applied either for the benefit of specified individuals, or for public uses; one who is intrusted with property for the benefit of another.
A person in whose hands the effects of another are attached in a trustee process.
trustee - WiktionaryArmenian: հոգաբարձու; Chinese Mandarin: 受託人, 受托人, 受託者, 受托者; Czech: správce, správkyně; Dutch: mandataris, beheerder; Finnish: uskottu mies; French: mandataire social, fiduciaire; German: Treuhänder, Treuhänderin; Greek: διαχειριστής; Hungarian: vagyonkezelő, meghatalmazott, gondnok, letéteményes, kurátor, megbízott, gyám, kezelő; Icelandic: fjárhaldsmaður; Ido: depozario; Japanese: 受託者, 管財人, 保管人; Latin: sequester; Plautdietsch: Väaminda; Russian: попечи́тель, попечи́тельница, довери́тельный со́бственник, довери́тельная со́бственница; Slovak: správca, správkyňa; Spanish: fiduciario, fiduciaria; Tagalog: katiwala; Thai: ทรัสตี