treatable but incurable
treatable but not curable → αντιμετωπίσιμος αλλά ανίατος, αντιμετωπίσιμη αλλά ανίατη, αντιμετωπίσιμο αλλά ανίατο, αντιμετωπίσιμος αλλά μη ιάσιμος, αντιμετωπίσιμη αλλά μη ιάσιμη, αντιμετωπίσιμο αλλά μη ιάσιμο
incurable but treatable → ανίατος αλλά αντιμετωπίσιμος, ανίατη αλλά αντιμετωπίσιμη, ανίατο αλλά αντιμετωπίσιμο