mutsuz etmek → πληγώνω, απογοητεύω, ραγίζω την καρδιά, ματώνω την καρδιά, κακοκαρδίζω, στενοχωρώ, πληγώνομαι, στενοχωριέμαι, το φέρω βαρέως, συντρίβομαι συναισθηματικά, σπαράσσω την καρδιά, σπαράζω την καρδιά, βαριοκαρδίζω, βαρυκαρδίζω
spiros ·
1 · 134