conflict → σύρραξη, σύγκρουση, ψυχική σύγκρουση, διαμάχη, μάχη, διένεξη, αγώνας, πάλη, αντιπαράθεση, διαξιφισμός, διαφορά, αντίφαση, αντίθεση, ανταγωνισμός, ταυτόχρονη υποχρέωση, συγκρούομαι, έρχομαι σε σύγκρουση, διίσταμαι, αντιβαίνω, αντικρούομαι, αντιτίθεμαι, αντιφάσκω, είμαι ασυμβίβαστος, έρχομαι σε αντίθεση, δεν συνάδω, δε συνάδω, απάδω

Frederique

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 80202
    • Gender:Female
  • Creative, Hardworking and Able!
(Product A) has made a new function which protects you against unknown threats and it will conflict with (Product B).

Το XXX έχει μια νέα λειτουργία που σας προστατεύει από άγνωστες απειλές και θα υπάρξει διένεξη με τον XXX.

Δεν είμαι σίγουρη για το διένεξη.

http://www.neurolingo.gr/online_tools/lexiscope.htm?term=%CE%B4%CE%B9%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CE%BE%CE%B7

διένεξη η [δiéneksi] O33 : αντίθεση που προκαλείται από διαφορετικές απόψεις ή από σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερα άτομα: Oικογενειακές / θρησκευτικές / γλωσσικές διενέξεις. Έδωσαν τέλος στη διένεξή τους.   [λόγ. < μσν. διένεξις (με βάση το συνοπτ. θ. διενεγκ- του αρχ. ρ. διαφέρω -σις) (-σις > -ση)]

http://www.google.com/search?q=%CE%B8%CE%B1+%CF%85%CF%80%CE%AC%CF%81%CE%BE%CE%B5%CE%B9+%CE%B4%CE%B9%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CE%BE%CE%B7&sourceid=navclient-ff&ie=UTF-8&rlz=1B3GGGL_enGR255GR255

Ευχαριστώ
« Last Edit: 09 May, 2020, 09:37:33 by spiros »
Communicate. Explore potentials. Find solutions.








 

Search Tools