burr → γρέζι, ακίδα, ακανθώδης κάψα, ρωτακισμός, ξύστρα, τριγωνικό γλύφανο, τρήμα, κεφάλωμα περτσινιού, εχίνος, παρασάρκωμα δένδρου, νερά ξύλου, κολλιτσίδα, τσιμπούρι, ρωτακισμός, βόμβος, βούισμα, γλύφανο, τροχίσκος, γρέντζα, φρέζα, ροδέλα, ξακριστήρι, αποξάκριδο, απόξεσμα, ρίνισμα, σκαλίζω με γλύφανο, κεφαλώνω, ρωττακίζω, λαρυγγικό «ρ», σύρω το «ρ», δεν μιλώ καθαρά

spiros · 12 · 5201



spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854562
    • Gender:Male
  • point d’amour
Το βρήκα και τρίμματα εδώ:
http://www.hitachi-koki.com/manual_view_export/pdf_manual_view.do?implementationWorkNumber=312&partsCode=C99009273&model=CE16&marketSeq=2

burr
1. engineering rough edge: a rough edge on material such as metal after it has been cut or drilled
http://encarta.msn.com/dictionary_1861593538/burr.html

Και εδώ:



A burl (British "burr") is a type of wood in which the grain has grown in a deformed manner. It is commonly found in the form of a rounded outgrowth on a tree trunk or branch that is filled with small knots from dormant buds. Burls are the product of a cambium.

Burls yield a very peculiar and highly figured wood. There are a number of famous burls (each from a particular species); these are highly valued and used as veneers in furniture, picture frames, household objects, automobile interior paneling and trim, and woodturning. The famous birdseye maple superficially resembles the wood of a burl but is something else entirely.
https://en.wikipedia.org/wiki/Burr_wood
« Last Edit: 25 Mar, 2008, 21:54:55 by spiros »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
ΛΚΝ

αγκίδα
η [an<g>íδa] & αγκίθα η [an<g>íθa] O26 : πάρα πολύ μικρό και λεπτό κομμάτι ξύλου μυτερό σαν καρφίτσα: Tο ξύλο είναι γεμάτο αγκίδες. Mπήκε μια ~ στο νύχι μου.   [μσν. αγκίδα < αρχ. ἀκίς, αιτ. -ίδα `βελόνα, αγκίδα΄ με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ή παρετυμ. αγκυλώνω, αγκίστρι· αγκίθα: επίδρ. του αγκάθι]


Δεν ξέρω αν στην πρότασή σου βολεύει να πεις για «ρόζους».

ΛΚΝ

ρόζος
ο [rózos] O18  : 1.(συνήθ. πληθ.) σκλήρυνση που εμφανίζεται στο δέρμα της παλάμης και των δακτύλων· (πρβ. κάλος): Έβγαλαν ρόζους τα χέρια μου από το σκάψιμο. 2. σκλήρυνση σε ορισμένο σημείο μάζας ξύλου.  [ίσως αρχ. ὄζος `κλαδί, βλαστάρι΄ παρετυμ. ρ(ίζα)]
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



menmech

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 229
    • Gender:Male
  • Μενέλαος Αγγελόπουλος
Σημαίνει την αγριάδα.
Στα μέταλλα όμως χρησιμοποιείται και για να δηλώσει το γρέζι, δηλαδή το υπόλειμμα του μετάλου που μένει μετά από μία κοπή στην άκρη του μετάλλου.
Έχει κανένας υπόψιν του κανένα άλλο όρο για μέταλλο;
Ευχαριστώ

« Last Edit: 16 Jun, 2010, 17:09:16 by spiros »
Ἐάσατε τῇ κέλλῃ με μόνον ἐγκεκλεισμένον,
ἄφετέ με μετά Θεοῦ τοῦ μόνου φιλανθρώπου,
ἀπόστητε, μακρύνατε, ἐάσατέ με μόνον
ἀποθανεῖν ἐνώπιον Θεοῦ τοῦ πλάσαντός με.
Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου Ύμνος ΚΗ



menmech

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 229
    • Gender:Male
  • Μενέλαος Αγγελόπουλος
Το γρέντζα πρώτη φορά το ακούω, αλλά είναι πολύ της πιάτσας, και αυτό είναι που θέλω να αποφύγω με το γρέζι.
Το ρίνισμα είναι καλή ιδέα, αλλά συνήθως αναφέρεται σε σμήγματα

Καλή λέξη είναι το πριονίδι.... Αλλά είναι για ξύλο....

Χρησιμοποίησα τελικά το αποκόμματα, θα μπορούσα όμως να βάλω και χοντρά ρινίσματα...

Σε ευχαριστώ πάντως φίλε μου.

Υ.Γ Α! έβαλες μία καλή λέξη, απόξεσμα! μμ...
Ἐάσατε τῇ κέλλῃ με μόνον ἐγκεκλεισμένον,
ἄφετέ με μετά Θεοῦ τοῦ μόνου φιλανθρώπου,
ἀπόστητε, μακρύνατε, ἐάσατέ με μόνον
ἀποθανεῖν ἐνώπιον Θεοῦ τοῦ πλάσαντός με.
Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου Ύμνος ΚΗ







 

Search Tools