Γιώργος Θέμελης

wings · 293 · 355585

wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιώργος Θέμελης, Προσδοκία

[Ενότητα Συμπτώσεις]

Δεν έχει κατά πού να ρίξει το πόδι.

Αν μπει σε καφενείο, ανησυχεί.
Κοιτάζει πόρτες, παράθυρα, τους έξω δρόμους.

Κάποιος βέβαια είναι να φανεί
Απ’ την καμπή εκεί, απ’ τον άνεμο, κάποιος
Έξοχος νέος, ωραιότατος, ντυμένος φως.

Θα φέξουν τα σπίτια,
Θα φωτιστούν τα πεζοδρόμια.

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Nana Mouskouri : Ave Maria - YouTube

Franz Schubert, Ave Maria (με τη Νάνα Μούσχουρη)

Γιώργος Θέμελης, Όραμα

[Ενότητα Συμπτώσεις]

Μιας μαθήτριας την ώρα της πρωινής προσευχής.

—Στο «Χαίρε, Μαρία» μου κόπηκε η φωνή.
Μπήκαν και στάθηκαν μπροστά μου
Σηκώνοντας τα σακατεμένα τους φτερά:
—«Δεν είμαστε πια», μου ’παν,
«Είμαστε στον πόλεμο
Και μας πυροβολούν κι εμάς
Και μας σκοτώνουν...»

—Έκλαιγα μέσα μου και φώναζα: «ως πότε, ως πότε...»

Κανείς δεν μ’ άκουγε, μονάχα Εκείνοι,
Και δάκρυζαν κρυφά σαν τις εικόνες.
Άστρα σβηστά πέφταν τα δάκρυα.

—«Άνοιξε», μου ’παν, «την κλειστή φωνή σου, μίλησε,
Και πες στους πάντας να προσεύχονται.

Πίσω απ’ την ταφή και τον θάνατο θ’ αρχίσει να φέγγει.»

Από τη συλλογή Συνομιλίες (1953)
« Last Edit: 07 Jan, 2023, 16:44:20 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

I


Κανείς δεν έρχεται να μας φιλήσει,
Να μας κλάψει, να μας καλωσορίσει
Σας καρτερούσε, σας είχε στην καρδιά.
Έβγαινε στον εξώστη και σας φώναζε.
Όπως στο σπίτι σας, καθίστε.
Απόψε αναπαυθείτε κι αύριο βλέπουμε.
Αποκοιμήθηκε με τ’ όνειρό σας.
Μπορείτε να βγάλετε τα παπούτσια σας,
Μπορείτε να πλύνετε τα πόδια σας.
Τριζοβολούν τα θυρόφυλλα καθώς τα σπρώχνουμε.
Μην ενοχλείσθε για τίποτα.
Κάμετε τον σταυρό σας. Καλή νύχτα.

Είναι κάτι παλαιά πορτρέτα που θαρρείς θα σου μιλήσουν.

Εδώ ήταν μια δίφυλλη πόρτα,
Εδώ, ένας καθρέφτης.
Εδώ μια παλιά κορνίζα σκαλισμένη.

Μπορείτε να μου πείτε τι έγινε
Κάποιος που καθόταν εδώ;
Πού τον έχουν βάλει, πού τον έχουν θάψει;

***

Το ταξίδι που τελείωσε δεν έχει τελειώσει,
Συνεχίζεται μέσα μας όπως η μουσική.
Δεν είσαι πια εκείνος που ήσουν.

Μη με ρωτάτε, δεν ξέρω ποιος είμαι
Και πού πάω, έχασα το σπίτι μου.
Δεν έχω τόπο να ταφώ, γυρίζω
Στον εαυτό μου κυκλωμένος από θάλασσα,
Ποντισμένος, διασχισμένος από θάλασσα.
Μπαίνουν τα νερά και με πατούν ως την ψυχή.

Θέλω να μιλήσω και να πω
Μια ιστορία σα μια εικόνα.
Ένα ταξίδι συγγενεύει με τον θάνατο.
Κι εδώ κι εκεί σε παίρνουν και σε παν.
Είχα πεθάνει κι έχω αναστηθεί.
Κι εδώ κι εκεί σε μνημονεύουν.
Δεν είναι μόνο ο δρόμος που κόβεις.
Κι εδώ κι εκεί σου κάνουν κενοτάφιο.
Είναι που γίνεσαι δρόμος εσύ, μια λεωφόρος,
Με φωνές, αμάξια και μεθυσμένους.

Θέλω ν’ αρχίσω και να πω:
Δεν παίρνει τέλος, δεν έχει αρχή.

Η ξενιτιά είναι μια δύσκολη αγγαρεία.
Σηκώνεις τα ερείπιά σου, σέρνεις τα ερείπιά σου.

Να ζεις και να μη ζεις: ν’ απουσιάζεις.

Η ξενιτιά είναι σαν τη γυναίκα
Την κακιά: σε τρώει η ηδονή, σε τρώει η τύψη,
Σου κόβει μ’ ένα ψαλίδι τα μαλλιά.

Μια ξένη ψυχή μέσα στο σώμα.

Η ξενιτιά είναι τα μάτια των ανθρώπων,
Άγνωστα μάτια, καταθλιπτικά.
Σε κοιτάζουν χωρίς να σε βλέπουν.

Είναι ακόμα και κάτι συναντήσεις
Νεκρών, που έρχονται και μπερδεύουν
Τα λόγια τους με τα δικά σου, με τη σάρκα σου.

Ύστερα είναι τα λογής χέρια: παίρνεις-δίνεις.
Χίλια χέρια, χίλια μυστικά.

Κάποιο σε κυνηγά σαν ένα τραγούδι
Παράφορο, δεν ξέρεις πού να πας.

Άλλο περνά απαλό σα λουλουδένιο,
Αφήνοντας στη φούχτα σου τη γύρη μιας ψυχής.

Άλλο σε προκαλεί, σου υπόσχεται,
Σε κάνει μ’ ένα του άγγιγμα όργανο μουσικής.

Επιφυλακτικό εκείνο, ανεξιχνίαστο,
Όμοια με πάχνη νοτίζοντας τα δάχτυλα.

Τούτο βαρύ από ουσία, όπως μια πέτρα,
Μπορεί να σε βαραίνει για πάντα.

Διάφανο τούτο από μια στέρηση, μαρτυρικό,
Σε απασχολεί, σου αφήνει μια λάμψη.

Είμαστε πιο πολύ απ’ το πρόσωπο στο χέρι.
Εκεί πηγαίνει ό,τι μας ξεχωρίζει.
Σημείο αρχαίου φτερού.

Ελάτε κοντά να ζεστάνουμε τα χέρια μας,
Ελάτε να πιαστούμε χέρι με χέρι.

Μετά από κάθε πράξη και συνάντηση
Μας απασχολούν τα χέρια μας, τα πλένουμε∙
Μετά από κάθε κοίταγμα μέσα στα μάτια.

(Ποιος θα σηκώσει τα σταυρωμένα χέρια μας
Και τα κατασχισμένα φορέματά μας.)

Η ξενιτιά είναι σαν την αγρύπνια,
Όταν αργεί να ξημερώσει,
Όταν σηκώνεσαι και πέφτει, πέφτεις και σηκώνεσαι.

Πληθαίνουν τα καθημερινά μας ερείπια, γεννιούνται τα μυστικά μας
Και μεγαλώνουν, γίνονται ανυπόμονα,
Όπως παιδιά που παίζουν και πηδούν.
Ανυπομονησία περνά μέσα στα χέρια,
Όπως ένα όργανο που δοκιμάζεται
Και ποτέ δεν τελειώνει, δε φτάνει το μελλοντικό του ανάστημα.

Τίποτε δε βολεί να πάρει τέλος.
Βαρύς έρχεται ο θεός και κουρασμένος.

Από νύχτα σε νύχτα γυρεύοντας το φως.

Ποιος είν’ αυτός που μας προφταίνει στην πόρτα,
Κατάκοπος και σιωπηλός, γυρίζοντας απ’ το ταξίδι του,
Με λασπωμένα χέρια και όψη σκοτεινή.

Ως να γυρίζει το βαρύ κλειδί και μπαίνει,
Χωρίς να ρωτήσει, ακούμε τα βήματά του,
Με τα παλιά χοντρά παπούτσια σέρνοντας τον ίσκιο του.
Ακούμε σπίρτο που χτυπά ν’ ανάψει τη λάμπα του.

Η ξενιτιά είναι σαν ένας ξένος που έρχεται.

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

II


Είναι μια πολιτεία με πολύ φως.

Είδες ποτέ σου σπίτια μαρμαρωμένα
Στον ύπνο σου ή στον ξύπνο;
Εύθραυστα όλα σαν από πορσελάνα,
Με πόρτες αυτόματες που ανοιγοκλειούν.

Κάνεις να κινήσεις το χέρι σου και σπάνει.

Γεμάτα πολυελαίους στις αίθουσες των κατόπτρων,
Πολλαπλασιάζουν το φοβερό φως, το διασπούν
Στα δάπεδα, όπου κολυμπούν ζωγραφισμένοι κύκνοι,
Ωραίες γυναίκες, με γοφούς και στήθη που κοιτούν
Την όψη τους μες στα νερά και καρτερούν τους κύκνους.

Κανένας δεν τα κατοικεί, έχουν όλοι
Ταφεί σε μαρμαρένιους τάφους.

Μπορείς να τους επισκεφθείς,
Όπως επισκέπτεσαι τα Μουσεία.
Έχει ο καθείς τ’ όνομά του στην ετικέτα,
Τον αριθμό του, το είδος του, τα όνειρά του.

Υποφέραμε από πολύ φως, στεγνό καλοκαίρι,
Μα ήταν ωραία, πολύ ωραία.

***

Τώρα που πηγαίναμε παντού — πού να σταματήσουμε.

Όταν κινήσεις για να ’ρθεις, άλλαξε τα μαύρα
Πανιά, το σήμα του πένθους, και μη
Θυμάσαι τις πολιτείες που γνώρισες.
Κλείσε τα μάτια και πες πως είσαι ένας νεκρός
Που ταξιδεύει, μίλησε με τους νεκρούς,
Που καρτερούν μες στην κατοικημένη θάλασσα.

Εδώ γεννηθήκαμε, εδώ γυμνώθηκε η ψυχή μας,
Μες στα νερά τα δοξασμένα.
Εδώ καθίσαμε και κλάψαμε.

(Έρχονται οι αλλόφυλοι και μας γυρεύουν την ψυχή.)

Θέλω να πω, πως είμαι σαν ένα πλοίο
Με το μικρό του φως μες στα νερά της πολυάστερης Μεσογείου
Εκεί που η γη τεντώνει από παντού
Δαρμένα γυμνά χέρια να κρατήσει τη θάλασσα.
(Είναι ένας πανάρχαιος χωρισμός από μια γέννα
Ή ένα θάνατο βαθύ που συγκλονίζει.)
Εκεί ’ναι οι αυλητρίδες που θρηνούν
Κι αντηχούν οι βυθοί και τ’ ακρογιάλια.
Φωνές γυναικών και βουλιαγμένοι κοπετοί,
Όταν η νύχτα μεσουρανεί να ακούσει
Τον επιτάφιο θρήνο ενός θεού,
Ωραίου, γυμνού, στεφανωμένου με υακίνθους.

Μέσα μου κλαίνε οι αυλητρίδες και χτυπούν τα στήθη,
Μέσα μου πεθαίνει ένας θεός.
Ένας θεός πεθαίνει — γεννιέται ένας θεός.
Οι θρήνοι περνούν προς την αυγή κι αρχίζει ο ύμνος των Αγγέλων.

(Κατεβαίνουν πάνοπλοι και συ ’σαι γυμνός.)

Ιώ γενεαί βροτών ακούς να σου φωνάζει,
Ως να ’σαι συ ο ζητιάνος, και κείνος ο πλούσιος —
Κουρελής και πληγιασμένος, γυρεύοντας να χορτασθείς
Απ’ τα ψιχία της τραπέζης του, μες από δρόμους σκοτεινούς
Και νεκρική ερημία, που τίποτα δεν την ταράζει,
Γάβγισμα σκύλου, βήμα ή μουσική —
Εκτός απ’ την επίμονη επωδό ιώ γενεαί βροτών.
Δεν μπορείς να ξεφύγεις: υπόμενε και προχώρει.
Μπορεί να ’σαι συ ο τυφλός που τραγουδεί το φως
Και δεν το ξέρεις, δεν το ’χες προβλέψει,
Έχοντας ζήσει μέσα σου όλες τις ζωές.

(Μπορεί να σε σκοτώσουν, να σου βγάλουν την ψυχή.)

Δε γίνεται να γυρίσουμε πίσω, εδώ που φτάσαμε,
Στη μέση του δρόμου, δε γίνεται
Να σταματήσουμε∙ μη στρέφεις πρόσωπο και μην αποκρίνεσαι,
Σ’ όποιον σου κράζει, σ’ όποιον σ’ αγγίζει με το δάχτυλο.
Είναι οι παλαιές ψυχές που σέρνεις μες στην ψυχή σου.
Ρίχνε τους λίγα ψίχουλα και πέρνα.

(Να τη γυμνώσουν, να της φορέσουν ψευδή πορφύρα.)

Είσαι σαν ένας αλλοτινός αντίλαλος και πας,
Ανοίγεις δρόμο προς την πρωία,
Με το έμφυτο κέφι, με το πανάρχαιο
Ήθος μιας φωτεινής ευγένειας.
Κατατομή από σκαμμένο μάρμαρο, λύρα ο θυρεός,
Μ’ ένα δελφίνι θαλασσοτίναχτο στη πλώρη.

Όταν θέλεις γίνεσαι δαίμονας, όταν θέλεις άγγελος.

Μη σταματάς, προχώρει γοργά
Μες απ’ εκρήξεις μεταμορφώσεων.

Χτύπα την πόρτα και περίμενε.
Χτύπα, ξαναχτύπα, φώναξε δυνατά,
Να σπάσουν οι αρμοί, ν’ ακούσουν οι πεθαμένοι.

(Να την διαπομπεύσουν, κι ύστερα να της περάσουν τα καρφιά.)

Ακούω φωνές απ’ το λιμάνι,
Φωνές πνιγομένων και δε λυπάμαι.
Να πνιγούν οι πνιγμένοι, να εκβραστούν.

(Τας θύρας!... Τας θύρας!...)

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

III

α. Ιντερμέδιο


—Μου δίνετε την ταυτότητά σας;
—Να σας ανοίξω την καρδιά μου.

Ο αριθμός μου είναι αριθμός μου.

Δεν είμ’ αυτός, δεν είμ’ εκείνος.
Να σας χαρίσω την ψυχή μου.

Ο καθρέφτης μου είναι ο καθρέφτης μου.

Μη με κοιτάτε μες στα μάτια,
Κοιτάξτε με ως εν εσόπτρω.

Όπου πηγαίνω, σέρνω και τη μοίρα μου
Μαζί με την ταυτότητά μου και τ’ όργανο που παίζω.

Όπου πηγαίνω, δένω το καράβι μου
Μαζί με το σκυλί μου και το μαχαίρι μου.

Όπου πηγαίνω, βάζω τα παπούτσια μου
Μαζί με την καρδιά μου και το καπέλο μου.

Όπου πηγαίνω, παίρνω και τον ίσκιο μου
Μαζί με τη φωτιά μου και τα τσιγάρα μου.

Όπου πηγαίνω, ανοίγω και ψάλλω
Των παθών μου τον ύμνο, την ταφή.

Όπου πηγαίνω, βλέπω τον καιρό,
Κοιτάζομαι ως εν εσόπτρω.

Κάθομαι αντίκρυ μου και τον ακούω που παίζει,
Σαν ένα ορφανό παιδί τη φυσαρμόνικά του.
Ως να την παίζω εγώ, ως να ’μ’ εγώ, και βγάζω
Τον πιο δικό μου αντίλαλο που ακούστηκε ποτέ,
Κάτω απ’ το στόμα που φυσάει μες στις χορδές μου.

Είμαι ένα όργανο πνευστό που με φυσά ένα στόμα.

***

Η θλίψη είναι μια ευκολία, μην αφεθείς
Σε πρόχειρη λύση, μέτρια ηδονή.

Όταν είναι να κλαις, να τραγουδάς∙
Να τινάζεις τη σκόνη απ’ τα παπούτσια σου.

(Όταν δινόμαστε, σα να θρηνούμε∙
Όταν δοθούμε, μας παίρνει η σιωπή.)

Δίψασα πολύ το φως στα σκοτεινά.

Αντίο, χλωμή μου θλίψη, αντίο, αγαπημένη,
Σου γυρίζω το δαχτυλίδι να με θυμάσαι
Στ’ όνειρό σου, μες στο πένθος σου.

Σήκω επάνω, πικραμένε μου Άγγελε, σήκω.

Αισθάνομαι ένα άρωμα από ανθισμένα γιασεμιά,
Ως να ’ναι ο καιρός ν’ ανοίξει την αυγή.
Έγινε μέσα μου μια φωτεινή γαλήνη αποβροχάρικη.

Μην είδατε την ψυχή μου;

Μπορεί να ’χει διψάσει τις πηγές, μπορεί
Να ’χει ανάψει τη λυχνία της και φωτίζει τους διαδρόμους,
Να περάσουν οι μοναχικές ψυχές να κάμουν σύναξη,
Όσες προδόθηκαν πικρά και καρτερούν τον Έρωτα,
Τον ουράνιον Έρωτα, τον Παντοκράτορα.

(Χαίρε κλίμαξ... Χαίρε στάμνε... Χαίρε ποταμέ...)

Αφήστε με, δε θέλω να πάω να κοιμηθώ:
Έτσι σκέφτομαι να πω, σταυρώνοντας τα χέρια,
Όταν θα ’ρθουν να μου ζητήσουν την ψυχή.

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

IV


Πρέπει να ’χεις περάσει από χαρτοπαίγνιο
Και να ’χεις αγρυπνήσει νύχτες πολλές,
Για να μπορείς ν’ αλλάζεις την τύχη,
Όπως αλλάζει κανείς χειρόκτια.

Τα χειρόκτια είναι, αλήθεια,
Από τα πιο σημαντικά πράγματα του κόσμου,
Όπως τ’ άδεια κοχύλια, τα πετράδια, τα κλειδιά.

Αγαπώ απ’ όλα τούτα πιο πολύ
Τα χειρόκτια, για τη συγγένεια
Με τ’ αληθινά χέρια και την τυφλή θεά.

Έχουν σχέση βαθιά τα χέρια, τα χειρόκτια κι η τύχη,
Ο ύπνος και το ξημέρωμα,
Η γέννηση κι ο θάνατος.

Παίζοντας με τραπουλόχαρτα είναι σα να ξιφουλκείς
Να σκοτώσεις τ’ αντρείκελα που παίζουν.
Μα το ξίφος σου είναι ξύλινο και δεν μπορείς,
Γίνεσαι αντρείκελο και συ και παίζεις με την ψυχή σου.

Σαν χάσεις την ψυχή σου, δεν έχεις να παίξεις
Με ποιον — παίζεις με τον εαυτό σου,
Μόνος, αντικριστά, ενώπιος ενωπίω.

Σαν χάσεις τον εαυτό σου, δεν έχει να παίξεις
Με ποιον — έρχεται ο άγνωστος,
Έχοντας δέσει τ’ άλογό του στο κρικέλι σου.
Τραβάς το ξύλινο σπαθί κι αυτός σαν κυπαρίσσι.
Στήθος γυμνό κι αυτός με σιδερένια πανοπλία.

Πόσες φορές κάναμε πανιά, πόσες
Φορές ναυαγήσαμε: να παίζεις, να παίζεις,
Ν’ αλλάζεις τραπουλόχαρτα: μέτρα τα πράγματα
Με τη χαρά που τα ομορφαίνει: μπορείς να ελπίζεις
Πως κι αύριο θα ξημερώσει: μπορείς να είσαι,
Το φως πέφτει επάνω σου: μπορείς να βλέπεις
Στα πρόσωπα των ανθρώπων το πρόσωπό σου.

***

Ωραία είναι τα πράγματα, ωραία κι όταν πεθαίνουν,
(Σαν σε βαθύ καθρέφτη ονείρων απατηλότερα)
Γιατί πεθαίνουν, γιατί θ’ αναστηθούν
Μαζί μας, γιατί πεθαίνουν τον δικό μας θάνατο,
Είναι ωραία: διηγούνται τη δόξα μας.

Είναι ο ουρανός μας, ο δικός μας ουρανός,
Το καθαρό άγρυπνο καθρέφτισμά μας.

***

Ο Θεός αγρυπνεί εν σιωπή — βλέπει τον άνθρωπο.
Ο Θεός ως εν εσόπτρω — βλέπει τον Θεό.

Μας έδωσε το πρόσωπο — Του μοιάζουμε.
Μας έδωσε τον έρωτα — Τον πλησιάζουμε.
Μας έκρυψε το μυστικό του — Τον γυρεύουμε.

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

V


Τα κορίτσια ψιμυθιώνονται να μη φανούν
Στο καθαρό φως, κρύβοντας την ψυχή,
Το γαλάζιο αίμα της ωραιότητος. Δεν ονειρεύονται
Να ζήσουν, διαβάζουν μυθιστορήματα και κάποτε δακρύζουν.
Θα ’θελαν ν’ αυτοκτονήσουν φτάνοντας ως ένα όνειρο.
Θα ’θελαν να σβήσουν όλα τα χαμόγελα
Στον χιλιοθώρητο καθρέφτη, όπως
Τριαντάφυλλα σε ναρκισσιακά νερά. Κανείς δεν πέφτει να πνιγεί,
Εκεί στο βάθος που περνούν εξαίσια είδωλα
Παλαιών πνιγμών: η Ηλιογέννητη, η Μαργαρίτα...

Άραγε υπάρχουμε;

Υπάρχουν ακόμα κάποιες εικόνες;
Αυτήν εδώ δεν τη βρίσκει το δοξάρι του Έρωτα,
Καθώς είπε κάποιος, έχει μια υφή αγοριού,
Θυμίζοντας τον Ερμαφρόδιτο. Αυτή εκεί
Μοιάζει με ξένη που ήρθε από μακριά και δε γνωρίζει
Τη γλώσσα, τα ονόματα των λουλουδιών.
Αυτή μαθαίνει τα φώτα να λάμπουν,
Καθώς είπε κάποιος, έχει ένα δικό της φως,
Που μεταδίδεται και πληθαίνει, δεν μπορείς να πλησιάσεις.
Κι αυτή εδώ έχει κάτι από σκοτάδι
Στο πρόσωπο, από κείνο που θαμπώνει
Τα μάτια, τα κάνει να βυθίζονται
Μες σ’ ένα μαύρο φως που ψάχνει το δέρμα.

***

Ωραίος είναι ο άνθρωπος, όταν κοιμάται
και τον κοιτάζεις — έρχεται η ανάμνηση.

Ωραίο είναι ο άνθρωπος, όταν γυρνά τα μάτια
Και σε κοιτάζει — έρχεται η ανάμνηση.

Όταν χτυπά την πόρτα σου σαν ένας ξένος,
Που τον περίμενες — έρχεται η ανάμνηση.

Όταν κοιτάζει μέσα του να σε γνωρίσει
Ανάμεσα στις εικόνες του — έρχεται η ανάμνηση.

Όμοια με χέρι αγαπημένης ανάβοντας το φως,
Να βλέπουμε και να βλεπόμαστε.

(Η πιο τέλεια ομορφιά είναι η απογύμνωση,
Όταν τα χέρια θα ’χουν μείνει χέρια καθαρά.)

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

VI


Το σώμα, πρέπει να πεις, δεν είναι το σώμα σου.
Πρέπει να στολίζουμε τους νεκρούς μ’ ένα τριαντάφυλλο στο στήθος,
Μ’ ένα στεφάνι από μυρτιά.
Αγαπήσωμεν αλλήλους,
Το σώμα του άντρα ας μη φοβάται
Το σώμα της γυναίκας, εν ομονοία, εν σιωπή,
Αγαπήσωμεν αλλήλους,
Το σώμα της γυναίκας τρέμει και πλησιάζει.

Μας προστατεύει πίσω η σκιά,
Μας φοβίζει ο έρωτας, μας ταξιδεύει ο ύπνος,
Εν ομονοία, εν σιωπή,
Μας παίρνει τέλος ο θάνατος, αγαπήσωμεν αλλήλους,
Και μας τοποθετεί μες στο ερμάρι του.

(Πρέπει να το προσέχεις το σώμα κι όταν είναι άνοιξη
Να ετοιμάζεις την εορτή του μ’ ένα τριαντάφυλλο στο στήθος,
Μ’ ένα στεφάνι από μυρτιά.)

Εκεί ’ναι τα χέρια με τ’ ακίνητα δάχτυλα.
Εκεί τα μάτια κι όσα κρύβουν τα μάτια
Κλεμμένα από το φως, όπως άδεια κοχύλια.
Τα χείλη τα κατάκλειστα και ραγισμένα.

(Δε θα ζητούμε τίποτα, που δεν μπορεί να δοθεί,
Και δε θα ρωτούμε: θα ’μαστε η απόκριση.)

***

Κάποτε βαριέσαι να ’σαι άνθρωπος,
Να περπατείς και να ελπίζεις.
Ούτε χέρι ούτε πόδι ούτε πρόσωπο.
Θα ’θελες να ’σαι σκουλήκι ή μια ρίζα
Χωμένος στη λάσπη σου, θα ’θελες να ’σαι ένα πουλί.
Βαριέσαι τα παπούτσια που φορείς, τη σκόνη που σέρνουν,
Τη λεκάνη, τον βρόμικο ρύπο από το δέρμα
(Και ο Θεός βγάζει τη λάσπη από τα χέρια του),
Τα χέρια κρέμονται και σου θυμίζουν
Φτερά κομμένα, τρέχει το αίμα τους.
Βαριέσαι το αίμα σου που τρέχει.
Τα μαλλιά μεγαλώνουν κάθε νύχτα, το σώμα πεινάει.

Κάποτε βαριέσαι το ίδιο σου το πρόσωπο που σε τρομάζει.

***

Μικρός μ’ άρεζε να κουβαλώ νερό: χαιρόμουν
Με τη βρύση που βούιζε μέσα στη στάμνα,
Με τη στάμνα που βάραινε σαν την καλή γυναίκα.
(Το παλαιό δέντρο επάνω μάς σκίαζε και μας έκρυβε.)
Κάποτε αφαιρέθηκα σαν μέσα σ’ ένα όνειρο
(Που έρχεται και κουβαριάζει τον χρόνο)
Κι η στάμνα μού ξέφυγε απ’ το χέρι, όπως
Σου ξεγλιστρά η αγαπημένη σου παίζοντας.
Το νερό το ήπιε η γη, όπως πίνει το αίμα
Που χύνεται, για να ποτίζει τους νεκρούς.
Έσκυψα πάνω στα σκόρπια μέλη
Μιας δροσερής αγάπης, έσκυψα κλαίοντας.
Τα μάζεψα ένα ένα να ξανακάμω την αγάπη μου.

(Ποιος θα μαζέψει τα σκόρπια μέλη μας, ποιος θα τα συνθέσει.)

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

VII

β. Ιντερμέδιο


Τι να ’σαι, τι να μην είσαι,
Τι ν’ αγαπάς, τι να πεθαίνεις,
Όνειρο ίσκιου ή μια εικόνα,
Πάθος και πρόσωπο ενός άλλου.

Σε δείχνει το φως, σε κρύβει το σκοτάδι.

Συχνά περνάς σα μια σκιά,
Σκιά σκιάς εκείνου που είσαι.

Συχνά περνάς σαν ένα φάντασμα
Και σβήνεις, πας μες στο σκοτάδι σου.

Συχνά παλεύεις να σταθείς,
Τα χέρια σου επιπλέουν.

Όταν μεθώ, θυμάμαι τα παλιά.
Γυρίζει ο νους μου και μου φέρνει
χρόνια χαμένα, ξεχασμένα.

Όταν μεθώ, δεν έχει τώρα,
Δεν έχει χθες, παρόν και μέλλον,
Έχει νεκρά κι αναστημένα.

Όταν μεθώ, αγαπώ να βγαίνω
Έξω στη νύχτα και να τραγουδώ.
Ακούω, ακούγομαι, σωπαίνω, αντιλαλώ.

Όταν κοιτάζομαι, δεν φαίνομαι άγγελος.
Δεν είμαι ωραίος για να πεθάνω νέος.

Δεν έχω στήθος ν’ ακουμπήσω
Δεν έχω πρόσωπο ν’ αγαπηθώ.

(Είμαι σαν ένα ξύλινο ομοίωμα
Μες στη βιτρίνα μου τη φωτισμένη.)

Όταν συστέλλομαι μες στο μικρό μου τίποτα,
Υπάρχω μη υπάρχοντας, ακούω τη μουσική.

Είναι μια πέτρα στην καρδιά,
Είν’ ένα μέταλλο μες στην ψυχή.

Μια μακρινή καμπάνα που χτυπά.

Όταν μ’ αφήνει ο έρωτας, αρχίζω και κρούω,
Γίνομαι κύμβαλο αλαλάζον.

Όταν γυρίζει, με πνίγει η σιωπή.

Όταν σωπαίνω και δε σημαίνω, μη με λυπάστε,
Αρχίζει η μεγάλη είσοδος: προσευχηθείτε.

***

Ο Έρωτας μας μοιράζει το σώμα,
Λάβετε, φάγετε.
Ο Έρωτας μας προσφέρει το αίμα,
Λάβετε, πίετε.

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

VIII


Είναι μια ιστορία που γυρεύει το τέλος.
Την έχουν γράψει τα δάχτυλά μας, ίσως μας σώσουν
Τα δάχτυλά μας, όπως τα πλήχτρα που χτυπούν.

Κάποιοι σα να μιλούν με τα δικά μας λόγια.
Μπορείς ν’ ακούσεις τον ψίθυρο που μιλούσαμε, μπορείς
Να κοιμηθείς ανάμεσα στα ζεστά σώματα που κοιμούνται.

Αναπνέουν στον ύπνο, χαμογελούν.
Ξυπνούν, ανοίγουν το παράθυρο και σκύβουν στο φως,
Μιλούν και βλέπονται πρόσωπο με πρόσωπο.

Καθίζουν μες σ’ ένα κάθισμα και θυμούνται, ίσως μας σώσει
Το κάθισμα, το ποτήρι που πίναμε, είναι η θύμησή μας, ίσως
Μας σώσει η θύμησή μας, δεν έχει κλείσει
Τον κύκλο της, το φωτεινό ταξίδι της, ίσως μας σώσει.
Γυρίζει δρόμους παλιούς κι ακούει τις πέτρες,
Αγγίζει τα πράγματα που αγγίξαμε.

Φοβούνται μονάχοι και κάνουν θόρυβο,
Γυρεύουν ο ένας τον άλλο: πού είσαι... πού είσαι...
Τα σπίτια είναι γεμάτα καθρέφτισμα και φως.

(Μπορεί να ’ναι οι αναπνοές μας που αναπνέουν,
Μπορεί να ’μαστ’ εμείς και ποιος να μας το πει.)

Θα θυμηθούν τα χέρια και θα ξεχωρίσουν.
Κάθε ψυχή θα σύρει το σώμα της.
Θα ’μαστε οι πρωτότοκοι κι οι χαϊδεμένοι.

(Φοβούνται μονάχες οι ψυχές, κρυώνουν.)

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος

IX


Σφαλίστε πόρτες φυλάγοντας τα μυστικά.
Θα φύγουμ’ εμείς, θα μείνει η σιωπή.
Σφαλίστε παράθυρα καρτερεμένα,
Θα μείνει ο ακίνητος άνεμος.

Να λουστούμε, να πλύνουμε τα χέρια μας,
Να ’μαστε ωραίοι και καθαροί.

Αντίο, κατώφλι, του ποδιού έρωτ’ αμίλητε.

Σ’ όλα τα χέρια οι γνώριμες χειρονομίες.
Σ’ όλα τα πρόσωπα η αδιάκοπη ομορφιά.

Κανείς ας μην ανοίξει το στόμα να μας πει
Λόγια πικρά, τραγούδια λυπημένα.

Το χιλιοειπωμένο μάθημα της αγάπης.

Απλώνουμε το χέρι ν’ αποχαιρετίσουμε το φως,
Τη στέγη, τον καπνό, τον ήλιο που φεύγει.

Σιγά σιγά περνούμε προς την έξοδο.

Από τη συλλογή Δενδρόκηπος (1955)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιώργος Θέμελης: I. Σκηνές από την έκπτωση

Δεν κρύβεται και δε σκεπάζεται
Τίποτα∙ είναι ένας καθρέφτης
Και μας βλέπει, καθρεφτιζόμαστε.

Είδωλα είμαστε, ινδάλματα απατηλά.

Πηγαίνουμε τάχα, γυρίζουμε πίσω
Στη γη που γεννηθήκαμε.
Ξανακάνουμε τα βήματά μας.

Υπάρχουμε μες στον καθρεφτισμό μας.

Καθώς σηκώνεις το σώμα σου
Και πας, ως να σηκώνεις
Τον ίσκιο σου, τον άλλο ίσκιο.

Ως να ’σαι ο ίσκιος ενός ίσκιου.

Βλέπεις τον ήλιο που έβλεπες, τον ουρανό,
Έναν άλλο ήλιο, ψεύτικο ουρανό,
Ουρανό ουρανού μέσα στη μνήμη.

Το φως είναι ένα άλλο φως,
Μια άλλη λύπη, άλλη μοναξιά.
Το πρόσωπο είναι ένα άλλο πρόσωπο.

Έσκυψα, είδα τη γύμνια μου και ντράπηκα.

Δε σε ξέρει κανείς εδώ που γύρισες,
Ψυχή δε σ’ έχει δει, έχεις χαθεί,
Όπως νεκρός με τους νεκρούς.

Παράξενη είναι η όψη ενός νεκρού.

Σκιές περνούν και μας αγγίζουν,
Μας προσπερνούν, κατατομές, αντικατοπτρισμοί,
Καθώς σε διάφανη και φωτισμένη νύχτα,
Καθώς μέσα στον Άδη που διαβαίνουν οι ψυχές.

Δεν έχω πρόσωπο για να φανώ,
Δεν έχω φως, δεν έχουν μάτια να με δουν.,
Σκύβουν στη θλίψη τους, κοιτάζουν
Μέσα στη θλίψη τους, χαμογελούν.

Δε βάλαμε στην όψη μας μαύρη καπνιά,
Να ’μαστε αγνώριστοι και σκοτεινοί.
Δεν αρνηθήκαμε την ψυχή μας.
Είμαστε ξένοι κι άγνωστοι, ένοχοι.

Είμαστε από σκιά και δε φαινόμαστε.


Ως να ’χω ξεχάσει πώς μιλούν,
Τα λόγια μου είναι λόγια ενός άλλου,
Κάποιου που ήταν, κάποιου που δεν είναι.

Κινώ το χέρι, ξεκλειδώνω,
Σα να ξεθάβω ένα νεκρό
Μέσα απ’ τη μνήμη, πίσω από τους τοίχους.

Όλα είναι ωραία, πολύ ωραία,
Μέσα σ’ αυτό το σπίτι που μας γέννησε.
Όλα είναι ωραία και παγερά.

Ο ήλιος μας είδωλο ήλιου και σκιά φωτός,
Ο χρόνος μας μες στον ακίνητο άπειρο χρόνο,
Το σπίτι μας σκιά σπιτιού μέσα στον χρόνο.

Τ’ άδεια καθίσματα σαν τα μεγάλα κενά,
Σαν όταν έξαφνα σπάνουν οι χορδές
Και σταματούν τα όργανα, σβήνουν τα φώτα.

Σαν τ’ άδεια μεγάλα βήματα του θανάτου.

Κι εγώ δεν είμαι τάχα εγώ, δεν έχω σώμα
Για να υπάρχω: είμαι ένα κάθισμα,
Σηκώνω απάνω μου τ’ αφανισμένα σώματα.
Ανασηκώνονται μέσα μου, μετατοπίζουν
Τον χρόνο, ετοιμάζουν τη σάρκα να πεθάνουν.

Κυλούνε πάνω μου, πέφτουν βροχή
Τα ειπωμένα λόγια, τα συρμένα βήματα.
Αυτά που έγιναν, αυτά π’ ακούστηκαν.

Άλλα χείλη δε θα τα πουν,
Δε θα τα κάμουν άλλα χέρια.

Ούτε ζώα, ούτε άνθρωποι, ούτε Άγγελοι.


Όπου κι αν πας, σε δείχνει το είδωλό σου.
Φαινόμαστε, φαίνονται οι ντροπές,
Φαίνεται μέσα η φοβερή παραμόρφωση.

Δεν είσαι αυτός που είσαι, αυτός που φαίνεσαι
Στα γυμνά μάτια, στο γυμνό φως.

Τάχα μας γδύνουν, μας ντροπιάζουν.
Τάχα μας ξεγυμνώνει κάποιο ανήλεο χέρι,
Ψάχνει τη σάρκα, αγγίζει τη συνείδηση,
Την ξύνει τη συνείδηση, πονεί.

Ανοίγουν οι πληγές, μετριούνται τα κόκαλά μας.

(Τόσες πλευρές, τόσες αρθρώσεις,
Τόσες χορδές μέσα στο δέρμα.)

Όπως χωρίζουν το ψαχνό απ’ το κόκαλο,
Έτσι θα μας χωρίσουν
Την ψυχή απ’ το σώμα, τη σάρκα από το πνεύμα.

Θα πάρει ο δαίμονας, θα πάρει ο Άγγελος.


Δεν είναι μάτια να μας δουν, να μας γνωρίσουν,
Η αμίλητη μάνα, η γυμνή γυναίκα,
Να μας κοιτάξουν στα μάτια να φανούμε.

Ως να ’ναι κάποιοι να φανούν, έχουν κληθεί,
Δεν πρόφτασαν, είναι να ’ρθουν, κλείστηκαν έξω.
Όπου να ’ναι θα φτάσουν, όπου να ’ναι θα ’ρθουν,
Τους πήρε κάπου η νύχτα κι όλο αργούν.

Όσες ψυχές γνώρισαν την ψυχή μας.

Ακούγονται πίσω μες στον καθρέφτη,
Μας έρχονται ως εδώ οι φωνές, τα ποδοβολητά,
Καθώς γεμίζουν τους δρόμους και περνούν,
καθώς κινούν τα πόδια χωρίς να προχωρούν.
Μιλούν και δε μιλούν, τρέμουν τα χείλη.

Παίζουν τα βλέφαρα δίχως να βλέπουν φως.


Οι τοίχοι φυλάν τα μυστικά μας.
Είναι όπως οι τάφοι ή όπως οι θάλασσες.
Η σκιά μάς προσπερνά και μεγαλώνει,
Αυτός που περπατεί κι έρχεται πίσω μας.

Αυτός που ταξιδεύει μαζί μας το ταξίδι μας.

Όπως βλέπεις τον εαυτό σου στον ύπνο
Κι είναι σαν ένας άλλος, άλλο σώμα
Και κάποτε σε φοβίζει, κάποτε σου χαμογελά.
Ή όταν έξαφνα κάποιος σε κοιτάζει
Από μακριά και χάνεται μέσα στη νύχτα.

Δε μας αφήνει να μείνουμε μόνοι, να πεθάνουμε μόνοι.

Τον βλέπουμε κάποτε και τον ακούμε
Να περνά, τον συναντήσαμε κάποτε
Μέσα στη θλίψη μας, μέσα στον ύπνο.


Τι σώμα, τι κάθισμα.
Τι πρόσωπο, τι καθρεφτισμός.

Και ο Θεός θα ’ναι μια λάμψη,
Ένα σώμα ή ένα κάθισμα,
Ο Θεός και ο άνθρωπος.

Θα φεύγει και θα γυρίζει,
Θα κάθεται και θα σηκώνεται.

Θ’ ανάβει και θα σβήνει, θα φύεται
Και θα μαραίνεται, όπως η χλόη.
Θα λιώνει, θα φθείρεται, όπως τα ρούχα μας.
Θα κοιτάζεται γυρεύοντας τον εαυτό του
Μες σε σκοτάδια, φώτα και κατοπτρισμούς.
Θ’ αντανακλάται και θα εξαφανίζεται.

Θα γυρίζει μόνος μες σε χίλιους ουρανούς.


Τι να πούμε: τα ’παμε όλα,
Τα χείλη μας δεν έχουν τι να πουν,
Τα χέρια μας δεν έχουν τι να κάνουν,
Τα κάναμε όλα: τι να κάνουμε.
Πήγαμε παντού, γυρίσαμε πίσω,
Τα μάτια μας δεν έχουν τι να δουν.

Οι πράξεις μας σωριάστηκαν η μια πάνω στην άλλη.


Φαίνονται μέσα ήλιοι και ουρανοί,
Όσους αγνάντεψα, πέρασα,
Κοιταγμένοι μες σ’ ένα γλήγορο φως.

Εκεί που βλέπεις το πρόσωπό σου,
Το χάνεις, σα να το παίρνουν και το κρύβουν
Προσωπιδοφόροι αγνώριστοι, ζητιάνοι.

Κάποιος φορεί τα ρούχα σου και πάει
με σκεπασμένο πρόσωπο, μ’ έναν καθρέφτη.
Γυρεύει τον ίσκιο του, τον άλλο ίσκιο.

Φαίνονται μέσα νεκροί και ζωντανοί.


Τάχα θα μας καλέσει κάποτε κάποια φωνή
Καθώς σε δείπνο γάμου ή σε γιορτή;
Και να μας δείξει, να μας φανερώσει ως εν εσόπτρω;

Ίδε η όψη σου, ίδε το πρόσωπό σου.


Οι φωνές, π’ ακούστηκαν, ξανάρχονται,
Θρήνοι και όργανα μες στον αγέρα.

Η άνοιξη έρχεται, ξαναγυρίζει,
Δέντρα σαν πετρωμένα μες σ’ ένα σκληρό φως.

Είναι σκληρό το φως και μας αλλάζει,
Μας καίει το πρόσωπο, μας τρώει το δέρμα.

Έρχεται η βροχή και πέφτει μες στη μνήμη,
Τοίχοι κατάβρεχτοι και μουλιασμένοι.
Βρέχεται μέσα η σάρκα, βρέχεται η ψυχή.

Η βρύση που πίναμε δεν τρέχει.
Ακούς τον ήχο, βλέπεις το νερό
Να κρέμεται, να γέρνει προς τη γη,
Καθώς ένα ξερό κλαδί απ’ το δέντρο.

Ακούς τ’ αηδόνια, π’ άκουγες, δεν παύουν
Στην ακοή την άγρυπνη, στα νυχτωμένα δάση.
Ακούς τα λόγια που έπεσαν μέσα στη νύχτα.

Τι να την κάμω την ψυχή μου, πού να την πάω.

Χέρια που σας κράτησα μες στα δικά μου,
Χέρια, δάχτυλα μέσα στα δάχτυλα
Κι έχετε μείνει στην αφή σαν τις κηλίδες
Που δε βγαίνουν, σαν αίμα στα ρούχα.
Χείλη στα χείλη μου σμιχτά.
Σμιχτή ψυχή μες στην ψυχή μου.

Θάλασσα αντηχημένη στον ύπνο, θάλασσα πλατιά.


Τάχα κρατώ ένα σώμα
Και το πάω: πού να το πάω.
Τάχα σηκώνω μια ψυχή,
Μια θάλασσα, μια πέτρα στον λαιμό.
Μαλλιά ξέπλεκα, μάτια στεγνά.

Ξαναγυρίζουν, μας ακολουθούν
Οι φωνές, οι χτύποι μας, οι μεταμέλειες.

Τάχα θα σταθούμε πουθενά,
Μες σ’ έναν ύπνο ή σ’ ένα θάνατο;
Τάχα θα πάψει αυτή η βροχή μες στον αγέρα;

Δεν έχουμε άλλη σάρκα από τη σάρκα μας,
Άλλον αιώνα ή άλλον ουρανό.

Ό,τι έγινε, δεν έχει πάψει,
Γίνεται, ξαναγίνεται.
Είναι ένα πράγμα-φάντασμα,
Τελειώνει-αρχίζει απ’ την αρχή.
Είναι σαν ένας τροχός ή ένας κύκλος.

Μη βλέπεσαι στον καθρέφτη.

Μας παίρνει ο δρόμος και μας πάει,
Ο δρόμος που πήραμε
Μας πηγαίνει, μας γυρίζει.

Μας φυσάει ο αγέρας που μας φυσούσε.


Αυτό που βλέπεις είναι η αληθινή σου εικόνα,
Όπως μας βλέπει, μας γεννά κάθε στιγμή ο καθρέφτης.

Είσαι αυτός εδώ κι ο άλλος εκείνος,
Αλλάζεις ρούχα, ντύνεσαι, ξεντύνεσαι.

Ακούς τα λόγια σου, τα βήματά σου.

Ακούς τις πέτρες που κροτούν,
Τα πράγματα όλα,
Ακίνητα, αμετάθετα,
Ψάρια ζωντανά σταματημένα σε μια θάλασσα.

Όλα είναι παρόντα, καθρεφτίζονται,
Όσα μας πλησίασαν, όσα μας τριγύρισαν.
Σαν κάτι αγαθά περίεργα ζώα μάς ακολουθούν.
Ακόμα και νεκρούς δε μας αφήνουν μόνους,
Καθώς όταν γκρεμίζεται ένα σπίτι και σκορπούν οι πέτρες.
Ως να ’χασαν την ψυχή τους άχρηστα, περιπόθητα.

Έχουν ψυχή τα πράγματα και τη γυρεύουν.

Απλώνουμε τα χέρια να τα πιάσουμε,
Για να τα σώσουμε και να μας σώσουν,
Να τα κερδίσουμε, να μας κερδίσουν.

Ως να ’χουμε χάσει όλα τα πράγματα μες απ’ τα χέρια.


Όπου κι αν δεις, ξαναπροβάλλεις,
Μια άλλη εικόνα πίσω από τις άλλες,
Πίσω από τόσες όψεις, όσες δοκίμασες.

Βλεπόμαστε απ’ έξω, δε φαίνεται η ψυχή.

Γυρεύουμε να βρούμε τον εαυτό μας,
Γυρεύουμε ο ένας τον άλλο, φωνάζουμε.
Γυρεύει η μια ψυχή την άλλη.

Χάνεσαι αδιάκοπα, την χάνεις την ψυχή
Και τη γυρεύεις, ψάχνεσαι αδιάκοπα.
Η έγνοια της δε σ’ αφήνει να κοιμηθείς.

Το σώμα σου είναι μια άλλη έγνοια,
Η θλίψη είναι μια άλλη, ο θάνατος.

Αν χάσουμε την ψυχή μας, τι θα γίνουμε
Χωρίς ψυχή, τι πράγμα
Θα παραδώσουμε στον θάνατο
Αντί για την ψυχή, με τι πρόσωπο
Θα τον υποδεχτούμε, δίχως πρόσωπο.

Πώς να εμφανιστούμε δίχως ψυχή
Και πρόσωπο με τα οστά μονάχα
Και τη σάρκα: πώς να πεθάνουμε.


Γύρισα πίσω, ξανάζησα,
Ξανάκαμα τα βήματά μου.
Ξεγύμνωσα τη σάρκα μου, έγινα θέαμα,
Να με βλέπουν οι άνθρωποι, να με κοιτούν τα ζώα
Και να φοβούνται, να τρέμουν οι Άγγελοι.

Είμαστε ωραίοι και τρομεροί.
Είμαστε τρομεροί μέσα στη γύμνια,
Την ανθρώπινη γύμνια, τη θεϊκή.

Η αθωότητά μας πνίγεται στο αίμα.

Αν με φτύσουν, δε θα λερωθώ,
Πίσω απ’ τη λάσπη και το ψέμα.
Δε θα ντροπιάσω το έκπαγλο πρόσωπό μου.
Αν με ραπίσουν, δε θα ραγίσω.

Η ψυχή μου είναι ακίνητη, κλειστή.

Σέρνεται και δε λερώνεται,
Σταυρώνεται, δεν παραδίνει το πνεύμα.


Αν με ρωτήσουν, θ’ αποκριθώ:
Εγώ δεν είμ’ εγώ, δεν είμαι αυτός,
Αυτή η σκιά, τούτο το σχήμα.
Δεν είπα τίποτα, δεν έπραξα τίποτα.
Δεν φάνηκα σ’ αυτό τον δρόμο.

Δεν είμ’ εγώ, δεν ήμουνα για να φανώ.

Ένας άλλος ήταν μες στο σώμα.
Πίσω απ’ αυτή την όψη, αυτό το πρόσωπο,
Μια άλλη όψη, ένα άλλο πρόσωπο.
Μες σ’ αυτά τα ρούχα, τούτα τα μαλλιά,
Άλλα ρούχα, άλλα μαλλιά.

Ένας άλλος, ένας άφαντος και ξένος.

Εγώ γυρεύω τα ρούχα μου και τα μαλλιά μου,
Τα δικά μου ρούχα, τ’ αληθινά μου τα μαλλιά.

Από τη συλλογή Το πρόσωπο και το είδωλο (1959)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιώργος Θέμελης: II. Το πρόσωπο και το είδωλο

Όταν ξημερώνει και πέφτει το φως,
Όταν ανοίγεται το φως μες στον καθρέφτη,
Αισθάνομαι να ’μ’ εγώ το φως, εγώ ο καθρέφτης.
Οι σκιές σκορπούν και τα φαντάσματα,
Τα μάτια ξαναπαίζουν τα βλέφαρά τους.

Φεγγοβολούν τα χέρια, σπιθίζουν τα μαλλιά.

Είμαστε από φως, δεν μας αγγίζει ο θάνατος,
Σαν ένα αλλοτινό ταξίδι ή ένα όνειρο,
Όνειρο ύπνου, περιπλάνηση σκιών μέσα στη νύχτα.

Κοιτάζομαι στο πρόσωπο να γνωριστώ,
Γεμάτος ακόμα σκοτάδια στα μαλλιά,
Φθορά και σκόνη μες στα μάτια.

Αυτό θα ’ναι το δικό σου ανάστημα,
Το σχήμα μου, τ’ ανάστημά μου.
Τα ρούχα, τα μαλλιά, τα μάτια και τα χείλη.

Αυτός ο ήλιος θα ’ναι ο ήλιος σου.

Φιλώ τα χείλη μου, αγγίζω το αίμα,
Σηκώνω το σώμα μου και περπατώ.

Δεν το ’ξερα πως ήμουνα τόσος, και τέτοιος,
Δε με χωράν τα ρούχα μου τα καθημερινά.

Είμαι ένα ζώο ή ένας Άγγελος;

Αν είμαι αυτός εκείνος,
Αν είμαι ο άλλος μου, ο εαυτός μου,
Ο Κύριός μου και ο Θεός μου,

Ποιο το σώμα, ποια η σκιά.

Αν είμαι αυτός εκείνος,
Μαζί γεννηθήκαμε μες στη γέννησή μου,
Πήραμε σάρκα τη σάρκα μου, το σχήμα του κόσμου.
Μαζί αναπνέουμε: υπάρχουμε για ν’ αναπνέουμε.
Ο ίδιος αγέρας πνέει σ’ όλη την πλάση.
Το ίδιο αίμα απλώνεται μες στον καθρέφτη.

Ωραίος είμαι, πιο λαμπρός από το φως,
Πιο ήλιος, πιο φως από το φως.


Δεν έχουμε άλλον ήλιο, άλλον ουρανό,
Άλλη αγάπη, άλλη συνάντηση
Απ’ την αγάπη μας, απ’ τη συνάντησή μας.

Μια γη, μια πέτρα, μια στρωμνή.

Δεν έχει σώμα, σπίτι να σταθεί.
Τον έχω στο φτωχικό μου, τον ταΐζω,
Τον ποτίζω: φαΐ, νερό και χρόνο.

Όπως ταΐζω το σώμα μου, το σπιτικό μου ζώο.

Είμαστε όπως οι πέτρες και τα ζώα,
Τ’ αμίλητα ζώα τα λυπημένα,
Τ’ αμίλητα ζώα, τα γυμνά φυτά,
Με την ανείπωτη λύπη τους και την ασήκωτη,
Σαν τα βουνά της γης και τα βαθιά ποτάμια.

Τρων και χωνεύουν, σιωπούν, κρύβουν τον θάνατο.


Αν έχεις θλίψη, αν έχεις πληγή,
Παίρνω νερό και πλένω τα χέρια.
Τα πλένω, τα ξαναπλένω, τα σφουγγίζω.
Αγγίζουν σάρκα, πιάνουν αίμα,
Πιάνουνε χώμα και φθορά,

Τ’ άπλυτα πόδια, τα μαλλιά.

Όταν ανοίγω τα μάτια, βλέπω τα μάτια μου,
Όταν κινώ τα χέρια, έχω τα χέρια μου,
Τ’ αληθινά μου μάτια και τα χέρια.

Τον πλένω και τον λούζω όλο το σώμα,
Με κάτασπρο και καθαρό σεντόνι τον τυλίγω.
Του βάζω αρώματα, του βάζω μύρα,
Αχνότερη να ’ναι η φοβερή οσμή,
Του καθημερινού θανάτου η δυσωδία.

Αν σε θαμπώνει ο άνεμος, αν σε μαυρίζει ο ήλιος,
Παίρνω νερό και νίβω το πρόσωπό σου,
Το καθρεφτίζω, το στολίζω με φως, του κλειώ τα χείλη
Μ’ ένα χαμόγελο, με σιωπή.

Θα σε νεκροστολίσω μ’ άνθη, με κοπετούς θα σε θρηνήσω.


Δεν έχω βασιλική χλαμύδα να σε ντύσω,
Βαρύτιμα στιλπνά κοσμήματα, πορφύρα.

Σου βάνω τα ποδήματά μου, να μην είσαι
Ξυπόλυτος επάνω στη γη, ν’ ακούγονται τα βήματά μας,
Ν’ αντηχούν, ν’ ακούγεται η φυγή μας μες στη νύχτα.

Σου φορώ τα ρούχα μου και τα πουκάμισά μου,
Να ’σαι ντυμένος, να φαίνεσαι και να υπάρχεις,
Να βλέπουμε και να βλεπόμαστε, να ’μαστε ωραίοι και καθαροί.

Φτιασίδι σου βάνω το φτιασίδι μου: θλίψη και ντροπή.


Αν δεν σου πάει η όψη μου, να την αλλάξω,
Να βάψω τα μάγουλα, να βάλω άλλα μάτια.
Κόβω τα χέρια, αν δε σου παν, πετώ τη σάρκα.
Αν η καρδιά μου είναι στενόχωρη, τη βγάζω,
Να τηνε βάλω να χτυπάει αλλιώτικα.


Δεν είσαι ζώο κι όμως πεινάς.
Δεν είσαι Άγγελος κι όμως αισθάνεσαι
Να ’χεις φτερά μεγάλα, ανείπωτη ομορφιά.

Γιατί τάχα να πεινούμε, γιατί να διψούμε,
Γιατί να μας χωρίζουν γέννηση-θάνατος,
Να μας σέρνουν τα ζώα, να μας παίρνουν οι άνεμοι.

Είμαστε από σκιά και φως, χώμα και περιέργεια.

Αναγκάζεσαι να πορεύεσαι και να μη σταματάς
Πουθενά, να δρασκελάς το χάος και το κενό.
Αναγκάζεσαι να κλεις την πόρτα σου στη νύχτα,
Ν’ αμφιβάλλεις για την ίδια σου τη σάρκα, να φωνάζεις.

Αναγκάζεσαι να βεβαιώνεις το πρόσωπό σου στον καθρέφτη.


Κανείς δεν μπορεί να μ’ αγγίξει, είμαι ο ανέγγιχτος.
Κανείς δεν μπορεί να μ’ αρνηθεί, ν’ αχρηστέψει το πρόσωπό μου,
Να κόψει τη σάρκα μου ή να σκοτώσει την ψυχή μου.

Από τη συλλογή Το πρόσωπο και το είδωλο (1959)
« Last Edit: 03 Feb, 2023, 16:52:05 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιώργος Θέμελης: III. De rerum natura

Είναι σαν ένας άλλος ήλιος
Ο ήλιος μες στην ψυχή μου.
Είναι ένας άλλος ουρανός.
Δε σβήνει και δεν αμαυρώνεται.
Αδιάκοπος ουρανός αδειάζει το φως,
Αδειάζει η θάλασσα, ξαναγεμίζει.

Όλα είναι μες στην ψυχή μου,
Το σπίτι μας, ο θαμπωμένος δρόμος,
Ο ψυχρός αγέρας, πέτρες και ξύλα.
Δέντρα, βουνά μες στην απόσταση
Που τα ’δαμε, κοιταγμένα για πάντα.

Βραδιάζει, ξημερώνει – κάποιοι συνομιλούν.
Ως να ’μαστ’ εμείς μες στα παλιά μας φορέματα,
Ακούμε τα χαμηλόφωνα μυστικά μας.
Τα λόγια μας κυλούν μες στην εσπέρα.

Τα ’χουμε όλα και μας έχουν.
Είμαστε από ύλη κι ασήκωτο φτερό,
Τα κόκαλά μας από θάλασσα κι ασβέστη.

Μας βλέπουν από παντού, μας περιέχουν,
Μας καθρεφτίζουν, ως να μοιράζονται
Την κατάφωτο όψη μας, το πρόσωπό μας.

Χίλια κομμάτια, χίλια καθρεφτίσματα.

Είμαστε κι εδώ κι εκεί, περνούμε,
Ένας αγέρας μας ξεσηκώνει
Μαζί με τα πράγματα και τα βουνά.


Καθώς θυμόμαστε ή σωπαίνουμε,
Μας συνοδεύει μια λάμψη, μια φεγγοβολή,
Από τη γη, απ’ τη σάρκα, από τα πράγματα.

Ως να ’μασταν νεκροί κι ήρθαμε πίσω.

Αυτή ’ναι η θάλασσα η πολύφωτη,
Που μας τριγύριζε, έμπαινε μέσα μας,
Ως με τον ύπνο, ως με τη σάρκα.
Η θάλασσα η ανείπωτη σαν την ψυχή μας.

Σ’ αυτήν εδώ τη στέγη, αυτή την ώρα,
Μ’ αυτά τα χέρια, αυτά τα σώματα,
Δοθήκαμε ο ένας στον άλλο μες στη νύχτα.

(Είναι μια ώρα, είναι μια νύχτα, και δεν παύει,
Δεν παύει ο ύπνος, δεν τελειώνει ο έρωτας.)

Σ’ αυτό το ξύλο, μες σ’ αυτό το φως,
Σ’ αυτό το ξύλο ακούμπησες, κοίταξες
Την πρωινή σημασία του άφυλλου δέντρου,
Του πιο μοναχικού κι αμίλητου σ’ όλα τα δέντρα.

(Τάχα θα δώσουν κάποτε λόγο τα δέντρα;)

Με κοίταξες στα μάτια, με κοιτάς,
Το πρόσωπό σου απόμεινε στο πρόσωπό μου.

Μύρισε ο χρόνος όλος, μύρισε ο αγέρας.
Αυτή την ώρα, σ’ αυτό τον ουρανό,
Μέσα σ’ αυτό τον ύπνο, αυτό το ημερονύχτιο.

Δεν το βαστώ, δεν το χορταίνω το πρόσωπό μου.

Σ’ αυτό το ακίνητο πρωί, θα στολιστώ,
Θα βάλω φτιασίδι στην όψη μου, θα ετοιμαστώ,
Θα τρέξω ως τον καθρέφτη να κοιτάξω.


Ψάχνω το σώμα, ψηλαφώ στα σκοτεινά,
Φιλώ τη σκόνη, οσφραίνομαι, αφουγκράζομαι.
Ως να με κράζει κάποιος, με καλεί.
Μια ευωδιά με παίρνει, η ευωδιά μας.

Τίποτα δεν αφήνω να πέσει καταγής και να χαθεί.

Φιλί με φιλί και ψίχουλο με ψίχουλο,
Χέρι με χέρι, θα τα μαζέψω όλα
Ξανά μες στην αγάπη μου, να σώσω την ψυχή μου.

Ό,τι αγγίξαμε, ό,τι αγαπήσαμε.


Ό,τι άγγιξα, θα ’ναι αυτό,
Που θα ’χω αγγίξει∙ ό,τι κοίταξα,
Αυτό που θα ’χω κοιτάξει,
Αυτό που θα ’χω συλλέξει,
Σκόνη πολλή και θλίψη και κατοπτρισμοί.

Ό,τι κέρδισα, ό,τι αγάπησα.

Κι εγώ τι θα ’μαι τάχα, ποιο χέρι
Θα μ’ έχει συλλέξει, ποιο βλέμμα
Θα μ’ έχει κοιτάξει, για να υπάρχω.

Ποια μνήμη θα μου φέγγει να περνώ.

Κι εγώ κάπου θα ’μαι, κάπου θα σωθώ.
Μες στον παλιόν αγέρα μου θα πνέω,
Καθώς μες στ’ άδειο μου πουκάμισο,
Μες στον αγέρα π’ ανάπνευσα, ντύθηκα.

Το ειπωμένο μου θα ’μαι τραγούδι και θα φεύγω.

Καθώς ένας χαμένος ήχος μες στους ήχους,
Αυτό που είπα, έκαμα, σκόρπισα,
Το φως που είδα, το σκότος π’ αγκάλιασα.

Μια φούχτα χώμα, ένα σύγνεφο σκόνη.

Μέσα στη δίψα η δίψα θα ’μαι, θα διψώ,
Θα καίω τα χείλη, θα φέγγω τη νύχτα.
Μέσα στη μνήμη η μνήμη, θα θυμάμαι,
Να μην ξεχάσουμε: να μην ξεχαστούμε.

Αν όλα λείψουν, θα μείνει το άρωμά μας.
Αν ακουστεί η φωνή μας, θα ’ναι τα δέντρα.


Είμαστε ήχοι, αντίλαλοι, αντηχούμε,
Ακούμε, ακουγόμαστε.
Ακούμε τον ακατάπαυστο κρότο του θανάτου,
Μια πόρτα να χτυπάει, να κρούει η μνήμη.

Φωνή που σ’ άκουσα κάποτε, σ’ ακούω,
Φωνή σαν ήχος βαθύς οργάνου,
Σ’ ακούω ξανά, σ’ ακούει η ψυχή,
Σ’ ακούει η ψυχή, σε φέρνει πίσω,
Μες στην παντοτινή σου αντήχηση.

Ένας ήχος θα μας πάρει, ένας αντίλαλος.


Κινώ το σώμα, κινείται η ψυχή μου,
Το κοιμίζω, κοιμάται.
Αγαπώ, αγαπά η ψυχή μου,
Γεύεται το σώμα και το αίμα.
Οσφραίνομαι, οσφραίνεται η ψυχή μου.

Εγώ πίνω, εγώ διψώ
Μες στην ψυχή μου, εγώ πάσχω,
Εγώ πληγώνω τα δάχτυλά μου.

Ό,τι άκουσε μες από μένα
Η ψυχή μου, τ’ ακούει.
Ό,τι είδε η ψυχή μου, το βλέπει,
Γίνεται, αναφαίνεται
Μες σ’ ένα ξάστερο ουρανό.
Ό,τι άγγιξε, το μεταμορφώνει,
Το κάνει ζώο, φωτιά, πουλί,
Μες σ’ ένα αδιάλειπτο καθρέφτισμα.

Ό,τι αγάπησε, το ανάβει και το καίει.


Δε θα χορτάσουμε ποτέ, ψυχή μου,
Ψωμί και φως, τον ύπνο και τον έρωτα.
Αχόρταστο το φως, άπληστος ο έρωτας.
Δεν θα χορτάσουμε ποτέ τη στέρηση,
Θα τρώμε και θα πεινούμε, θα διψούμε.

Τα δέντρα μας θα ’ναι σαν τα λειψά
Κορμιά, λιπόσαρκα, μισοφώτιστα,
Μοιρασμένα ανάμεσα σκότος και φως,
Ανάμεσα στην άρνηση και την κατάφαση,
Ως να μη χόρτασαν ήλιο και βροχή,

Ως να γυρεύουν κι άλλο φως μέσα στο φως.

Το σπίτι μας θα ’ναι μισοσκότεινο
Μες στον ακίνητο άπειρο χρόνο.
Ως να μη γέμισε ήχο και μνήμη,
Ως να μη χόρτασε όλο τον ύπνο
Μέσα στον ύπνο που κοιμηθήκαμε.

Δε θα χορτάσουμε ποτέ, ψυχή μου.


Ένα πουλί πέταξε κάποτε: πετάει,
Ένας άνεμος, ένας καπνός.
Ένα φτωχό σκυλί μες στη βροχή.

Ως ποιο τέλος, ποιον ουρανό.

Όλα είναι πολύ σιμά, μπορείς
Ν’ απλώσεις το χέρι να τα πιάσεις,
Πράγματα καθαρά και τελειωμένα,
Μέσα στο τότε, μες στο τώρα.

Και τα χαρτιά που σκόρπισε ο αγέρας
Και τα κουρέλια μέσα στα σεντούκια
Μυρίζοντας θύμηση και σήψη.
Σκουπίδια, σκουριασμένα καρφιά, παλιά παπούτσια.

Οι φωνές, οι χτύποι μας, οι μεταμέλειες.

Ό,τι γίνηκε είναι σαν ένας καρπός,
Μισοφαγωμένος καρπός μέσα στο στόμα.
Από που θά ’ρθει φαίνεται μες στην πορφύρα.

Εδώ το μάτι, εκεί το θέαμα.

Μια καμπάνα σήμανε: σώπασε,
Μια καμπάνα σημαίνει: αντιλαλεί.


Ακούω τον ήχο μου, βλέπω
Τον εαυτό μου: είμαι ένα πράγμα
Και γίνομαι, όλο γίνομαι,
Αναφαίνομαι, χάνομαι,
Ώσπου να πάρω τέλος, ν’ αποκτήσω
Την ύπαρξή μου, όπως μια πέτρα ή ένα φυτό.

Ώσπου να πάρω το τέλειο σχήμα μου.

Ένας ήλιος ακόμα, ένας χαμός,
Όπως αλλάζει η μέρα με τη νύχτα.
Ένας χορός, μια κίνηση μέσα στον χώρο.
Μια έκπληξη ακόμα, μια πέτρα στο κενό.

Ως τη στερνή, την τέλεια μεταμόρφωση.

Είμαι σαν ένα πράγμα, είσαι ένα άλλο
Παρόμοιο, γυρεύουμε το ένα τ’ άλλο.
Σε βλέπω εκεί που σ’ έβλεπα, σ’ αγγίζω
Εκεί που σ’ άγγιζα, επάνω σ’ όλα,
Παντοτινά, ακατάλυτα και σωριασμένα.

(Ποιο χέρι τα κινεί και τα σωριάζει,
Τα χτίζει και τα γκρεμίζει.
Ποιος μας σωριάζει μες στον χρόνο.)

Δεν ακούγεται τίποτα κι όλα αντηχούν,
Ως να ’ναι παύση μες στον χρόνο,
Ως να ’ναι παύση κι όλα πρόκειται ν’ αρχίσουν
Απ’ την αρχή: οι ομιλίες, τα βήματα, η μουσική.


Δεν ξέρουν τίποτα, έχουν ξεχάσει
Από πού έρχονται και πού πηγαίνουν,
Τι ελπίζουν, τα αιώνια πράγματα.
Ως να μην έχουν τόπο να σταθούν,
Ήλιο δικό τους, πρόσωπο, θάνατο,
Μοίρα δικιά τους άλλη απ’ τη δικιά μας.

Για ποια έσχατη κρίση, ποια εξαφάνιση.

Από μας παίρνουν, απ’ τα χέρια μας,
Το καθαρό τους σχήμα και μας μοιάζουν.
Φως απ’ το φως και θλίψη από τη θλίψη μας.

Θρηνούν, όταν θρηνούμε — έναν θρήνο άφωνο.
Αντανακλούν τη λάμψη μας μέσα στη νύχτα.

Όταν πεθαίνουμε, μένουν ακίνητα,
Χτυπημένα από μια τέλεια σιωπή,
Ανάμεσα φώτα, στέφανα και μουσική.

Έχουμε τον ίδιο ύπνο, τον ίδιο δρόμο, το ίδιο αργό μέλλον.

Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα η γη,
Ανώνυμη, ανυπόστατη, ερημωμένη.

Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα ο ουρανός.

Σχήματα χωρίς φως και δίχως μια φωνή
Να τα ονομάσει, δίχως αιωνιότητα.

Και ο Θεός τι πράγμα τάχα θα ’ταν,
Πράγμα χωρίς όνομα και δίχως λάμψη.
Τι σάρκα θα ’παιρνε για να φανεί
Χωρίς σάρκα πάνω στη γη, τι πρόσωπο
Χωρίς το ανθρώπινο πρόσωπο,
Χωρίς το ανθρώπινο ένδυμα και σχήμα.
Τι ράπισμα κι αίμα, ποιο μαρτύριο
Χωρίς το ανθρώπινο μαρτύριο:
«Ίδε ο άνθρωπος, ίδε ο Θεός».
Χωρίς τον ανθρώπινο θάνατο, χωρίς
Ταφή και θρήνο — δίχως ανάσταση.

Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα ο θάνατος.

Από τη συλλογή Το πρόσωπο και το είδωλο (1959)
« Last Edit: 04 Feb, 2023, 11:58:02 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιώργος Θέμελης: IV. Ευρυχωρία

Δεν είμαι πια εκείνος, γίνομαι
Απ’ την αρχή, ετοιμάζω τη γέννησή μου.

Ήμουνα χαμένος και βρέθηκα,
Σήκωσα το σώμα και πορεύτηκα.

Έμαθα να βλέπω και να κινούμαι,
Έμαθα να ’μαι και να υπάρχω.

Μην ήμουνα τάχα και πριν, μη θα ’μαι
Και μετά, μες στον ακίνητο άπειρο χρόνο;
Μην είμαι πιότερο από σκιά το σώμα που την κάνει
Και τηνε ρίχνει πίσω του μες στο σκοτάδι;
Μην είμαι το φως που πέφτει και γεννά
Σκιά και σώμα και καθρεφτισμό;

Μην είμαι πιότερο από πρόσωπο είδωλο
Και καθρεφτίζομαι, γνωρίζω τον εαυτό μου,
Εκεί που όλα υπάρχουν, είναι λαμπρά,
Σπιθοβολούν μες στη βαθιά συνείδηση;


Κλείνω τα μάτια, γίνεται νύχτα,
Κινούμαι, κινείται η γη.
Τ’ άστρα υποπτεύομαι πως έχουν το δικό μου φως.

Το σώμα είναι ένα μικρό ουράνιο σώμα.

Συνθέτω τον ήχο της βροχής,
Αισθάνομαι το μουσκεμένο χώμα.
Μες στη βαθιά καρδιά μου βρέχει,
Βρέχει πολύ μες στην ψυχή μου.

Μυρίζει η γη, μυρίζει ο ουρανός.

Μια μυρουδιά από σάπια φύλλα,
Φθαρμένα όνειρα, κλεισμένα σπίτια,
Ακίνητα νερά και λιμνασμένα.
Σα μια γυναίκα μες σε μια κάμαρη,
Ανέραστη, άγονη και σωριασμένη.
Μια μυρουδιά από σάρκα και καρπούς.

Μυρίζει μέσα η μνήμη μου, ευωδιάζει.

Όταν μιλώ, γίνεται αντίλαλος.
Πίσω από κάθε λέξη άλλες λέξεις,
Πίσω από κάθε φωνή άλλες φωνές.

Σα να μιλούν πολλοί μαζί, σα να φωνάζουν από μακριά.


Ακούω τους ήχους, φαίνονται από παντού,
Το φως το βλέπω και με βλέπει.
Απόχτησα καθρεφτική διαφάνεια.

Είμαι ένα θέαμα ή μια εικόνα.

Πρόσωπα διαβαίνουν στο πρόσωπό μου,
Κοιτάζονται, χαμογελούν μες στο χαμόγελό τους.

Σπιθοβολούν τα μάτια, χίλια μάτια.

Φαίνονται κι άλλα φαινόμενα κι άλλες σκιές,
Αγέννητες σκιές, άφαντα είδωλα,
Που κυνηγούν τον ίδιο τον εαυτό τους,
Για νά ’ βγουνε στο φως, να γεννηθούν,
Από την άλλη μεριά μες απ’ τη νύχτα,
Την άγνωστη νύχτα την ερχόμενη.

«Ποιοι είστε σεις, που δε σας ξέρω κι όμως
Σας μοιάζω σαν ένας από σας,
Πλασμένος απ’ την ίδια σκιά, βγαλμένος απ’ την ίδια νύχτα.

Την όψη μου έχετε, τη θλίψη μου, τη μοναξιά.»

Δεν έχουν ακόμα φτάσει από μακριά,
Να πάρουν σάρκα, να φανούν μες στον καθρέφτη,
Όπως μισόφωτα ψάρια που γλιστρούν,
Να θαμποπαίξει ο ήλιος στο πρόσωπό τους.
Να δοκιμάζουν το θέαμα και να περνούν
Από τον σκοτεινό βυθό στην επιφάνεια,
Από τον κρότο και τον θόρυβο στη μουσική.


Το θέλησα, το χρειάστηκα, γι’ αυτό υπάρχει
Το φως: το πόθησα και το κάλεσα.

Ο ύπνος είναι γιατί τον πόθησαν το μάτια μου,
Ο έρωτας, γιατί τον κάλεσε η ψυχή μου.

Τον θέλησα, τον χρειάστηκα, γι’ αυτό υπάρχει
Ο Θεός: τον φώναξα και τον ζήτησα.
Τον έχω ανάγκη, τον καλώ και τον γυρεύω.

Τον ζήτησα και τον καλώ κι έρχεται ο θάνατος.

Από τη συλλογή Το πρόσωπο και το είδωλο (1959)
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


 

Search Tools