Γιάννης Ρίτσος

wings · 156 · 251490

wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής - Και να, αδελφέ μου

Και να, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα δεν χρειάζονται περισσότερα.
Και αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος
σε όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη
έτσι να λέμε πια τα σύκα : σύκα, και τη σκάφη : σκάφη,
έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: «τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα». Αυτό θέλουμε και μεις.

Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ' τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.


https://www.youtube.com/watch?v=kyKL6OLAZfI

Διαβάζει ο Γιάννης Ρίτσος και τραγουδά ο Νίκος Ξυλούρης.

Από το έργο Καπνισμένο τσουκάλι (1975)
« Last Edit: 24 Nov, 2013, 16:20:55 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής - Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν

Χαμογελάμε κατά μέσα. Αυτό το χαμόγελο το κρύβουμε τώρα.
Παράνομο χαμόγελο - όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος
παράνομη κι η αλήθεια. Κρύβουμε το χαμόγελο
όπως κρύβουμε στην τσέπη μας την φωτογραφία τής αγαπημένης μας
όπως κρύβουμε την ιδέα τής λευτεριάς ανάμεσα στα δυο φύλλα τής καρδιάς μας.
Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό και το ίδιο χαμόγελο.
Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο
και αυτόν τον ουρανό δε μπορούν να μας τα πάρουν.

Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν - Νίκος Ξυλούρης. - YouTube

Διαβάζει ο Γιάννης Ρίτσος και τραγουδά ο Νίκος Ξυλούρης.

Από το έργο Καπνισμένο τσουκάλι (1975)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:26:51 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Μετακινήσεις (1942-1949)]

Γιάννης Ρίτσος, Καπνισμένο τσουκάλι (απόσπασμα)

[…]

Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει.
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στη καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα. Πολύ κρύο εφέτος.

Πιο κοντά. Πιο κοντά. Μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους.
Μέσα στις τσέπες τού παλιού πανωφοριού τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά.
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ' τη βροχή και την απόσταση.
Η ανάσα τους είναι ο καπνός ενός τραίνου που πάει μακριά,πολύ μακριά. Κουβεντιάζουν
και τότε η ξεβαμμένη πόρτα τής κάμαρας γίνεται σα μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της και ακούει.

Κι ακούω και γω και παίρνω κι αυγαταίνω-
ρίχνω και γω καμιά κουβέντα που και που
όπως ρίχνουμε ένα ξύλο στη φωτιά-
φουντώνει η φλόγα, γίνεται πιότερο το φως -ξύλο το ξύλο-
κοκκινίζουν οι τοίχοι, αποτραβιέται ο άνεμος, τρίζει το παραθυρόφυλλο
ακούγεται έξω κάποιο γαϊδουράκι που βόσκει ακόμα στο γρασίδι
και το σκυλί κάθεται ήσυχο μπροστά στα πόδια των πεθαμένων.
Όλοι περιμένουν να ξημερώσει.

Έπεσε ο άνεμος. Σιωπή. Στη γωνιά τής κάμαρας
ένα αλέτρι συλλογισμένο -περιμένει τ' όργωμα.
Ακούγεται πιο καθαρά το νερό που κοχλάζει στο τσουκάλι.

Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο
είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί
είναι οι ξωμάχοι και οι προλετάριοι
-κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί
μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάι στο πάγκο
ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.

Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.

Τα χοντρά τους παπούτσια είναι σα βαγόνια με κάρβουνο
τα χέρια τους είναι η σιγουριά -
αργασμένα χέρια, σκληρά χέρια, ροζιασμένα
με φαγωμένα νύχια, με άγριες τρίχες
με το μεγάλο δάχτυλο φαρδύ όσο η ιστορία τού ανθρώπου
με τη φαρδειά σπιθαμή σα γιοφύρι πάνου απ' το γκρεμό.
Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα δεν είναι μονάχα στα μητρώα των φυλακών
φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας,
τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα είναι οι πυκνές σιδηροδρομικές γραμμές
που διασχίζουν το μέλλον. Και η καρδιά μου εμένα
τίποτα πιότερο, συντρόφια μου, ένα πήλινο μαυρισμένο τσουκάλι
που κάνει καλά τη δουλειά του -τίποτ' άλλο.



Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 24 Nov, 2013, 16:21:19 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Ανυπόταχτη πολιτεία (1952-1953)]

Γιάννης Ρίτσος, Ανυπόταχτη πολιτεία

ΧΙΧ


Καλημέρα, αγαπημένη πολιτεία. Καλημέρα.

Μέσα στη συγνεφιά τού κόσμου ένα πράσινο φύλλο
κι ένα άλλο
κι ένα άλλο
χιλιάδες φύλλα σπαθίζουν τη σκιά
φέγγοντας τα όνειρα των πεινασμένων
ζητωκραυγάζοντας τη ζωή μπροστά στα κάγκελα.
Εμπρός. Εμπρός.

Η άνοιξη με τα μαλλιά της μουσκεμένα
με τα γυμνά της πόδια μες στη λάσπη
ανοίγει δρόμο ανάμεσα στους σκοτωμένους
αναμερίζει με τα δυο της χέρια τη βροχή
σα ν' ανοίγει δυο φαρδιά παντζούρια στο πρωί τού κόσμου.
Εμπρός, εμπρός, εμπρός.
Όλα τα δέντρα πρασινίζουνε μες στων αγωνιστών τα μάτια.
Εμπρός. Τα βήματα της ζωής αναρίθμητα. Εν-δυο, εν-δυο-εν-δυο.

Α, πολιτεία ανυπόταχτη,
πάντα στην ώρα σου στο συνωμοτικό ραντεβού των μεγάλων στιγμών
εκεί στην αυστηρή γωνιά τής ιστορίας
όπου οι λαοί σφίγγουν τα χέρια στο δοσμένο όρκο τους-πάντα στην ώρα σου.

Η πολιτεία μας είναι δω.
Είναι παντού η πολιτεία μας.
Κουρελιασμένα πρόσωπα
ένα καταφαγωμένο χαμόγελο
-τα βράδια τους είδαμε ορθούς
μπροστά στο γκρεμισμένο κατώφλι τους
ν' αποστηθίζουν τους αιώνες. Μες στη φωνή τους ανασαίνει η πολιτεία μας.

Μια νέα κοπέλα καταμόναχη στο λαϊκό ζαχαροπλαστείο
δαγκώνει βουβά το μαντήλι της
μην ταπεινώσει τον κόσμο με την πείνα της.
Μες στο μαντήλι της είναι διπλωμένη η πολιτεία μας.

Έξω απ' τη μάντρα τού μηχανοστάσιου οι εργάτες καθισμένοι στο χώμα,
στα γόνατα τους μια φαντή πετσέτα με γαλάζια καρώ
-τρώνε το μεσημεριανό τους.
Σκυφτοί οι εργάτες με τα μάτια τους χαμηλωμένα
για να κοιτάζουνε μακριά. Σε τούτη τη καρώ σημαία λάμπουν σχεδιασμένα
όλα τα τετράγωνα της πολιτείας μας και των ονείρων μας.

Κάτου απ' το Υπουργείο τής Εργασίας οι απεργοί.
Ψωμί. Ψωμί. Η φωνή τους σπρώχνει τα πλευρά των τοίχων-
φαρδαίνει η πολιτεία μας.
Λαός συγκεντρωμένος στην πλατεία τής Ομόνοιας.
Ειρήνη. Ειρήνη. Το εμβατήριο. Εμπρός.
Ένα δάσος χέρια. Ένας στόλος χέρια.
Ψηλά η σημαία τής πολιτείας μας. Ψηλά.
Η πολιτεία ανεβαίνει στο φως σαν υποβρύχιο.
Ο ήλιος λάμπει στους ώμους της.
Κανένας δεν πεθαίνει εδώ πέρα.
Τραγουδήστε τη πολιτεία μας. Τραγουδήστε την.
Πάντα στην ώρα της. Πάντα στην ώρα μας. Τραγουδήστε.
Παρών. Παρών. Παρών.

Φτωχές γειτόνισσες με μεγάλα ψαλίδια
κόβουν τα σύγνεφα στ' αχνάρι ενός παγκόσμιου γέλιου. Το εμβατήριο πλησιάζει.
Δεν έχουν καιρό πια να κλάψουν.
Κ' οι σκοτωμένοι μας δεν έχουν καιρό να πεθάνουν-
δένουνε βιαστικά με τ' όνειρο τη λαβωματιά τους
και παίρνουνε θέση στο χαράκωμα. Παρών. Παρών. Παρών.
Ένας ανεμίζει το κομμένο του πόδι,
άλλος πυροβολεί απ' την πολεμίστρα της πληγής του -
αυτός- του λείπουν και τα χέρια και τα πόδια-
πιάνεται με τα δόντια του απ' τον κρίκο του ήλιου. Παρών.

Τραγουδήστε την πολιτεία μας. Τραγουδήστε την -ακόμα
τούτη την άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι-
Τούτο το καλοκαίρι είναι τραχύ κ είναι όμορφο
περιδιαβάζοντας όξω απ' τα υφαντουργεία και τις φάμπρικες
μοιράζοντας τις προκηρύξεις τού ήλιου. Τούτο το καλοκαίρι σαν τον μαραγκό
κρατάει στα χέρια ένα μεγάλο ξύλινο μέτρο
με τους πόντους χαραγμένους καθαρά απ' το νύχι τής ελπίδας
να μετράει το μπόι των παιδιών που μεγαλώνει
να μετράει την απόσταση από καρδιά σε καρδιά που μικραίνει.

Ξέρουμε -πίσω απ' το ψωμί καρδιοχτυπούν μυριάδες φώτα- μας περιμένουν.
Ξέρουμε- πριν απ' το ψωμί δεν είναι φως. Τραγουδήστε.
Παρών. Παρών. Παρών.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 21 Jul, 2009, 16:43:14 by wings »



and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Πρωινό Άστρο (1955)]

Γιάννης Ρίτσος, Πρωινό Άστρο (απόσπασμα)
                  
                                          Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών

                                         Στην κόρη μου Έρη

Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν τον ύπνο σου.

Θέλω να σου φέρω
ένα περιβολάκι
ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας
για να σεργιανάει το γαλανό όνειρο σου.

Θέλω να σου φέρω
ένα σταυρουλάκι αυγινό φως
δυο αχτίνες σταυρωτές απ' τους στίχους μου
να σου ξορκίζουν το κακό
να σου φωτάνε
μη μου σκοντάψεις, κοριτσάκι,
έτσι γυμνόποδο και τρυφερό
στ' αγκάθι κ' ενός ίσκιου.

Κοιμήσου.
Να μεγαλώσεις γρήγορα.
Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
κ' έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό.
Κοιμήσου.

Το πρόσωπο της μητερούλας φέγγει
πάνω απ' τους ρόδινους λοφίσκους τού ύπνου σου
εαρινό φεγγάρι
ανάμεσα απ' τα στάχυα τής έγνοιας της
και τα τριαντάφυλλα των τραγουδιών μου.
Κοιμήσου, κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος.
Πρέπει να μεγαλώσεις.
Είναι μακρύς
                 μακρύς
                           μακρύς ο δρόμος.

Κοριτσάκι
πώς τα φίλιωσες όλα, πώς τάσμιξες -
καμιά φωνή δε λέει μου «όχι»,
έτσι καθώς με δένεις
μ' εχτρούς και φίλους
με τα παλιά και τ' αυριανά
όλα αυριανά
κι όλα για πάντα.

Πούναι ο παλιός γκρεμνός; -δε βλέπω-
γκρεμνός δεν είναι-
γεφύρι εσύ
κι ούτε γεφύρι,
ζωή.

Ανάμεσα στη μάνα σου και μένα
εσύ
ανάμεσα στο χτες
και τ' αύριο
εσύ
ανάμεσα στο χώμα και στο φως
εσύ -
η ζωή τραβάει, τραβάει
κ' η σιωπή
άκου πώς μιλάει
πώς χαμογελάει.

Έτσι καθώς με φίλιωσες
μ' εχτρούς και φίλους
οι φλέβες μες στα πουλιά
οι ρίζες μου στη θάλασσα
τα φύλλα μου στ' αστέρια.
Έτσι να κάνω θα διαβώ
με μια μονάχα δρασκελιά
γη κι ουρανό.

Κοριτσάκι
ένα λευκό περιστεράκι
με δυο φτερά ανοιχτά
την κούνια σου φωτά.

Ώρα καλή κι ώρα χρυσή
ήρθες με την καλή αυγή
κ' η αυγή με σένα
να σμίξεις ουρανό και γη
κ' η ζωή να γίνει
φως και ψωμί
φως και κρασί
φως και γαλήνη.

Και πίσω από την πόρτα μας
η κυρά, η νοικοκυρά
η γκαρδιακιά
η μεγάλη, η άγια σκούπα
με τις δυό γερές γροθιές στη μέση
πάντα ξάγρυπνη, πάντα έτοιμη
δεν αφήνει
φύλλο κίτρινο να πέσει
απ' την άρρωστη σελήνη
μήτε σκιά να δρασκελήσει
το κατώφλι μας
μη σκοντάψει, μην πονέσει
μήτε στο μικρό-μικρό νυχάκι της
η ειρήνη.



Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β Τόμος] (1978)
« Last Edit: 21 Jul, 2009, 16:44:35 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Υδρία (1957-1958)]

                                        Στη Φωτεινούλα Φιλιάκου

Γιάννης Ρίτσος, Αναφυλλητό

V


Ένας κήπος, ένα φεγγάρι
ένα πουλί από φεγγάρι
σε φωνάζουν. Έλα.
Τα φύλλα ξεχάσανε το χρώμα τους.
Μην αργείς.
Σταχτί χρώμα, σταχτιά σκέψη,
ξεχνάω να δω, ξεχνάω να πάω
-πού να πάω;
Φωτεινούλα
πολύ περηφανεύτηκα
πολύ,
είπα:
ορίζω τη ζωή μου
ορίζω το θάνατο.
Κοίτα
τίποτα δεν ορίζω.
Ούτε ένα νύχι
δεν είμαι πιο ψηλός
απ' το μερμήγκι.

Αχ, πίκρα: η πίκρα
με σμίγει πάλι
μ' όλο τον κόσμο
να κλαίω, να κλαίω
με τους φτωχούς
τους πεινασμένους
τους πικραμένους
να κλαίω, να κλαίω
από τη πείνα τής αγάπης.

Αχ, Φωτεινούλα,
μικροί-μικροί
ταπεινωμένοι
πούναι κ' οι στίχοι,
πικρά-πικρά
που κλαίνε οι στίχοι,
μπροστά στα πόδια σου.

Ντρέπομαι τούτο το χαρτί,
τα λόγια ντρέπομαι,
Ντρέπομαι το το ποτήρι το νερό
ντρέπομαι που διψάω
ντρέπομαι που πίνω,
κλαίω,
ντρέπομαι που κλαίω.

Κι αχ, αγαπάω τον πόνο μου,
ότι από σένα το αγαπάω.
Δεν ξέρω.
Κλαίω.
Δε θέλω.
Το κλάμα λυώνει τη καρδιά
λυώνει τη πίκρα.
Όχι.

Θέλω το πόνο ολόκληρο
όρθιο τον πόνο
πέτρινο
όρθιο κι ακέραιο.
Μη φύγεις.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 21 Jul, 2009, 16:45:32 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Υδρία (1957-1958)]
                                                                    
                                        Στη Φωτεινούλα Φιλιάκου

Γιάννης Ρίτσος, Αναφυλλητό

ΧΧΧVΙ


Δε θέλω το τραγούδι,
δεν το θέλω. Φοβάμαι.
Φοβάμαι το τραγούδι
μη και με χωρίσει
απ' ότι τραγουδώ
μη μου πάρει τον καημό
μη μ' αφήσει μόνο μες στον κόσμο,
μη με ξεχωρίσει
απ΄την πέτρινη μητέρα
απ' τον πέτρινο πατέρα
που σε κλαίνε, Φωτεινούλα,
-αχ, πώς σε κλαίνε, πώς σωπαίνουν-
είδες πέτρινες φωνές
μες στα μάτια γκρεμισμένες;

Με τα ίδια μάτια, με τα ίδια δάκρυα
θέλω να σε κλαίω κ' εγώ
μήτε πιο μεγάλα μήτε πιο μικρά,
ίδια δάκρυα πέτρινα
που κυλάν πικρά
στο γκρεμό-γκρεμό
δίχως ν' ακουστούνε
δίχως να χτιστούνε
στην τραχειά κατηφοριά
στο βουνό γκρεμό.

Αχ, φοβάμαι το τραγούδι
μη και με χωρίσει
απ' ό,τι τραγουδώ
μη και με χωρίσει από τον πόνο
κι απ' τον κόσμο. Τι να πω;

Συντροφιά μου θέλω
τους φτωχούς, τους ταπεινούς
κείνους που δεν ξέρουν
παρά μόνο να μοχτούν,
κείνους που δεν ανεβήκαν
πάνω από τη μοίρα
-πού ν' ανέβεις;
και ποια μοίρα;
Κείνους που παλεύουν
στήθος-στήθος με τη μοίρα,
που πατάν βαριά τη γη,
τόνα πόδι λύπη
τ' άλλο οργή.

Τ' άγριο μάτι σκύβουν
τ' άγριο μάτι υψώνουν
στ' άδικο, καρφί,
τόνα μάτι μίσος
τ' άλλο τους στοργή.

Κι η φαρδύστερνη σιωπή τους
που στριμώχνει στη γωνιά
τη Σκιά
που στριμώχνει κάθε χάρο
μες στη ζωή κ' έξω απ' τη ζωή,
βόγγος και σφυρί.

Και γω πιο κει
σε μια γωνιά
την πιο σκιερή,
να λέω μονάχα:
Φωτεινούλα.
Με σιωπή.
Και κείνοι να καταλαβαίνουν
κλάμα και σιωπή.

Νάναι το χέρι τους στον ώμο μου,
το χέρι τους που δούλεψε
με το σφυρί
σφυρί,
μια δυνατή σφυριά στο θάνατο
μια δυνατή σφυριά στη μοίρα
και στη σιωπή.

Αχ, Φωτεινούλα,
όταν ένα παιδί πεθαίνει
καθένας χάνει ένα παιδί,
όταν πεθαίνει το παιδί μας
πεθαίνουν όλα τα παιδιά μαζί.
-Τι μένει Φωτεινούλα;
-Το παιδί.
Αχ, Φωτεινούλα,
γυρίζεις σε όλα τα παιδιά μαζί,
ζωή.

Αχ, καλέ μου, αχ ακριβέ μου
βάλε το πόνο σου κι εσύ
πάνω στο δικό μου
ν' αλαφρώσουμε κ' οι δυο,
βάλε κι εσύ ένα χέρι
να στήσουμε ένα αστέρι
στη φτωχιά μας γειτονιά
στον πικρό μας ουρανό.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β Τόμος] (1978)
« Last Edit: 21 Jul, 2009, 16:47:06 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Υδρία (1957-1958)]

Γιάννης Ρίτσος, Σχήμα τής απουσίας

Ι


Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο
όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε σε δύσκολες ώρες,
και στη γωνιά της κάμαρας, εκεί που στέκονταν το βάζο,
απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα τού βάζου, αμετάθετο,
ν' αστράφτει διάφανο στην αντηλιά, όταν ανοίγουν πότε-πότε τα παράθυρα,
και μέσα στο ίδιο βάζο, πούχει αλλάξει την ουσία του
με ίδια κ' ισόποσην ουσία απ' το κρύσταλλο του άδειου,
μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα, λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό μονάχα.

Πίσω απ' το βάζο διακρίνεται το χρώμα τού τοίχου
πιο σκοτεινό, πιο βαθύ, πιο ονειροπόλο,
σα νάμεινε η σκιά τού βάζου σχεδιασμένη σε μια σαρκοφάγο -

Και, κάποτε, τη νύχτα, σε μιαν ώρα σιωπηλή,
ή και τη μέρα, ανάμεσα στις ομιλίες,
ακούς βαθιά σου κάποιον ήχο οξύ, πικρό και πολυκύμαντο
σάμπως ένα αόρατο δάχτυλο να έκρουσε
κείνο το απόν, ευαίσθητο, κρυστάλλινο δοχείο.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 21 Jul, 2009, 16:48:20 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Υδρία (1957-1958)]

Γιάννης Ρίτσος, Σχήμα τής απουσίας

ΙΧ


Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο-λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της -
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.
Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ό,τι γίνεται κείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 21 Jul, 2009, 16:49:27 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Παρενθέσεις (1946-1947)]

Γιάννης Ρίτσος, Ένα πρόσωπο

Είναι ένα πρόσωπο φωτεινό, σιωπηλό, καταμόναχο
σαν ολόκληρη μοναξιά, σαν ολόκληρη νίκη
πάνω στη μοναξιά. Αυτό το πρόσωπο
σε κοιτάζει ανάμεσα από δυο στήλες ασάλευτο νερό.

Και δε γνωρίζεις ποιο απ' τα δυο σε πείθει περισσότερο.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 21 Jul, 2009, 16:49:10 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Παρενθέσεις (1946-1947)]

Γιάννης Ρίτσος, Απόγευμα

Το απόγευμα είναι όλο πεσμένους σουβάδες, μαύρες πέτρες, ξερά αγκάθια.
Το απόγευμα έχει ένα δύσκολο χρώμα από παλιά βήματα που μείναν στη μέση
από παλιά πιθάρια θαμμένα στην αυλή, και πάνω τους η κούραση και το χορτάρι.

Δυο σκοτωμένοι, πέντε σκοτωμένοι, δώδεκα -πόσοι και πόσοι.
Κάθε ώρα έχει το σκοτωμένο της. Πίσω απ' τα παράθυρα
στέκουν αυτοί που λείπουν και το σταμνί με το νερό που δεν ήπιαν.

Κι αυτό το αστέρι που έπεσε στην άκρη τής βραδιάς
είναι σαν το κομμένο αυτί που δεν ακούει τριζόνια
που δεν ακούει τις δικαιολογίες μας -δεν καταδέχεται
ν' ακούσει τα τραγούδια μας- μονάχο, μονάχο,
μονάχο, αποκομμένο, αδιάφορο για καταδίκη ή για δικαίωση.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 21 Jul, 2009, 16:50:12 by wings »


and33

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 153
[Από τη σειρά Σφυρίγματα τραίνων (1939-1954)]

Γιάννης Ρίτσος, Μελέτη τού χρόνου

I


Ο χρόνος και τα χρώματά του στα τζάμια τής πόλης.
Τα βράδια το σφύριγμα τού τραίνου παίρνει τον τόνο τού ανέκλητου.
Τα φυλάκια κρυώνουν δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή.

Βρέχει πολλές μέρες συνέχεια σε τούτη τη χώρα,
τ' αστέρια μουσκεμένα στη θέση τους
σαν καρφιά σκουριασμένα -αν κάνεις να τ' αγγίξεις
θα ξεκολλήσουν- θα πέσει λίγη σκόνη και λίγος σουβάς,
δεν μπορείς να κρεμάσεις επάνω τους ένα παλιό κάδρο
ούτε τ' αδιάβροχό σου και το καπέλο σου.

II

Κάθεσαι και περιμένεις στο σταθμό,
ανάμεσα στις ροχάλες τής βροχής και στη γκρίνια των δέντρων.
Ένα σκυλί μυρίζει το χώμα, -δε γαβγίζει.
Ένα ζευγάρι σταματάει για λίγο μπρος στα κάγκελα
-μπορεί να βγει ένα πράσινο φύλλο.

Μια λέξη φεύγει στον υγρόν αέρα,
έχει το θόρυβο μιας ομπρέλας που κλείνει.
-«Δε θα ξανάρθω», έλεγε, «δεν θα ξανάρθω».

Βλογιοκομμένα τζάμια στο δρόμο,
στον προβολέα σπιθίζουν οι σταγόνες τους.
Τι κάθεσαι λοιπόν να περιμένεις;
Κι αν έρθει η αλλαγή δε θάρθει από κει.

III

Ο ήλιος θα σε βοηθήσει βέβαια -είπε-
ο ήλιος σ' αυτό τον τόπο κάθε πρωί βάζει ένα χέρι
να λευτερώσουμε το χώρο απ' τις τσουκνίδες
απ' τα παλιά σιδερικά και τα' άχρηστα βαγόνια -

Γιατί δεν μπορεί πάντα να προφασιζόμαστε τον άνεμο ή τις δυσκολίες
κι όλο ν' αφήνουμε έτσι τα σπασμένα γυαλικά στο πάτωμα,
να περιορίζουμε το βήμα σε μικρότερο χώρο,
και τάχα να φαρδαίνει ο άλλος χώρος
-ποιος χώρος; -προς τα πάνου, προς τα κάτου, προς τα μέσα τάχα;

Βγάλε τα χέρια σου απ' τις τσέπες -είπε.
Χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι.
Το γύψινο αγαλμάτιο έπεσε στο πάτωμα. Έσπασε.
Μπορεί να κολλήσει μ' αλευρόκολλα -είπε.
Κανείς δεν έσκυψε να το μαζέψει.
Μήτε κανείς το κοίταξε. Μονάχα αναρωτιόμαστε:
το γόνατο του θα κρατούσε ακόμη εκείνη την ωραία κλίση του;
Όμως κανένας μας δε μίλησε. Είχε δίκαιο.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ' Τόμος] (1978)
« Last Edit: 21 Jul, 2009, 16:52:04 by wings »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής, Τούτες τις μέρες

Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει.
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στη καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα. Πολύ κρύο εφέτος.

Πιο κοντά. Πιο κοντά. Μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους.
Μέσα στις τσέπες τού παλιού πανωφοριού τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά.
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ' τη βροχή και την απόσταση.
Η ανάσα τους είναι ο καπνός ενός τραίνου που πάει μακριά,πολύ μακριά. Κουβεντιάζουν
και τότε η ξεβαμμένη πόρτα τής κάμαρας γίνεται σα μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της και ακούει.

https://www.youtube.com/watch?v=-M3OHTDf3so

Τραγουδά ο Νίκος Ξυλούρης.

Από το έργο Καπνισμένο τσουκάλι (1975)
« Last Edit: 21 Jul, 2009, 16:03:12 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής, Αυτοί που περιμένουν

Έπεσε ο άνεμος. Σιωπή. Στη γωνιά τής κάμαρας
ένα αλέτρι συλλογισμένο -περιμένει τ' όργωμα.
Ακούγεται πιο καθαρά το νερό που κοχλάζει στο τσουκάλι.

Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο
είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί
είναι οι ξωμάχοι και οι προλετάριοι
-κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί
μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάι στο πάγκο
ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.

Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.

Τα χοντρά τους παπούτσια είναι σα βαγόνια με κάρβουνο
τα χέρια τους είναι η σιγουριά -
αργασμένα χέρια, σκληρά χέρια, ροζιασμένα
με φαγωμένα νύχια, με άγριες τρίχες
με το μεγάλο δάχτυλο φαρδύ όσο η ιστορία τού ανθρώπου
με τη φαρδειά σπιθαμή σα γιοφύρι πάνου απ' το γκρεμό.
Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα δεν είναι μονάχα στα μητρώα των φυλακών
φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας,
τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα είναι οι πυκνές σιδηροδρομικές γραμμές
που διασχίζουν το μέλλον. Και η καρδιά μου εμένα
τίποτα πιότερο, συντρόφια μου, ένα πήλινο μαυρισμένο τσουκάλι
που κάνει καλά τη δουλειά του -τίποτ' άλλο.

Leontis Ritsos Ksilouris - Autoi pou perimenoun.. - YouTube

Διαβάζει ο Γιάννης Ρίτσος και τραγουδά ο Νίκος Ξυλούρης.

Από το έργο Καπνισμένο τσουκάλι (1975)
« Last Edit: 24 Nov, 2013, 16:22:30 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής, Εδώ είναι ένα φως αδελφικό

Εδώ είναι ένα φως αδελφικό, απλά τα χέρια και τα μάτια.
Εδώ δεν είναι να 'μαι εγώ πάνω από σένα, ή εσύ πάνω από μένα.
Εδώ είναι να 'ναι ο καθένας μας πάνω από τον εαυτό του.

Εδώ είναι ένα φως αδελφικό, που τρέχει σαν ποτάμι δίπλα στον μεγάλο τοίχο.
Αυτό το ποτάμι το ακούμε ως και μέσα στον ύπνο μας.
Κι όταν κοιμόμαστε, το 'να μας χέρι κρεμασμένο απ' όξω απ' την κουβέρτα,
βρέχεται μέσα σε τούτο το ποτάμι.

Leontis Ritsos Ksilouris - Edw einai ena fos aderfiko.. - YouTube

Τραγουδά ο Νίκος Ξυλούρης.

Από το έργο Καπνισμένο τσουκάλι (1975)
« Last Edit: 01 Feb, 2013, 17:29:11 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


 

Search Tools