αβλεπεί → easily, unquestionably, hands down, indisputably, without reservation, there is no question about that, sight unseen, sight-unseen

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854577
    • Gender:Male
  • point d’amour
αβλεπεί → easily, unquestionably, hands down, indisputably, without reservation, there is no question about that

Υπάρχουν (;) και οι τύποι αβλεπεί και αβλεπτί.

Ασυζητητί, το δίχως άλλο, το πράμα δεν σηκώνει αντίρρηση (όρος σχηματισμένος κατά τα αρχαϊκά επιρρήματα εις -ί, πβ. αποινί, ασκαρδαμυκτί κ.λπ.).
Ορισμοί για: αβλεπί - slang.gr

αβλεπτί επίρρ. χωρίς να ρίξει κανείς ούτε μία ματιά (συνήθ. για ενέργεια που γίνεται χωρίς να την καλοσκεφτεί κανείς λόγω μεγάλης εμπιστοσύνης). Επίσης αβλεπεί. [ΕΤΥΜ. < αρχ. άβλεπτώ, βλ. κ. αβλέπτημα].
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη
« Last Edit: 09 Apr, 2020, 15:17:33 by spiros »


 

Search Tools