αβλεπεί → easily, unquestionably, hands down, indisputably, without reservation, there is no question about thatΥπάρχουν (;) και οι τύποι
αβλεπεί και
αβλεπτί.
Ασυζητητί, το δίχως άλλο, το πράμα δεν σηκώνει αντίρρηση (όρος σχηματισμένος κατά τα αρχαϊκά επιρρήματα εις -ί, πβ. αποινί, ασκαρδαμυκτί κ.λπ.).
Ορισμοί για: αβλεπί - slang.gr
αβλεπτί επίρρ. χωρίς να ρίξει κανείς ούτε μία ματιά (συνήθ. για ενέργεια που γίνεται χωρίς να την καλοσκεφτεί κανείς λόγω μεγάλης εμπιστοσύνης). Επίσης αβλεπεί. [ΕΤΥΜ. < αρχ. άβλεπτώ, βλ. κ. αβλέπτημα].
— Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη