Σαράντος Παυλέας, Το τραγούδι της νύχτας (ΙΙ)
[Ενότητα Το τραγούδι της νύχτας]
ΙΙ
Οδοιπορούμε κάτου από τη νύχτα των πεύκων,
τ’ αστέρια κρυφοανασαίνουν στα κλαριά,
η αυγή μας ανοίγει τα πράσινα παράθυρα των κάμπων,
περνούμε πολιτείες που δεν υπάρχουνε πια άνθρωποι,
οι έρημες πλατείες κοιτάζουν τα πληγωμένα αγάλματα,
καπνισμένα μέγαρα, σκάλες που στέκονται ακόμη όρθιες
με τους απολιθωμένους άσπρους ήχους των αρχαίων βημάτων!
Οδοιπορούμε μες σε χωριά με πράσινα κατώφλια
ερειπωμένα από τις μανίες των τυράννων,
μπροστά μας χάσκουνε τα στόματα των κλιβάνων
που κάψανε τα νήπιά μας...
Δεν υπάρχει κανείς να πάρει στα χέρια του τις θάλασσες των σπόρων
κανείς να φέρει το φως στις μήτρες της γης,
που πάνω της τ’ άγρια χορτάρια ανασαίνουν!
Η κραυγή μας κατασπαράζει τον άνεμο,
πού ’ναι τ’ αδέρφια μας, πού ’ναι τα παιδιά μας!
Τ’ αδέρφια μας έγιναν το αίμα της παπαρούνας,
τ’ αδέρφια μας είναι το αίμα της χλόης,
τ’ αδέρφια μας είναι οι χρυσές αρτηρίες,
που δυναμώνουν το χώμα να χαμογελάει μες στα ερείπια!
Τ’ αδέρφια μας είναι οι φωνές των ελεύθερων πεύκων,
η βοή μες στα έλατα, η ακμή των κεραυνών,
τ’ αδέρφια μας έγιναν χυμοί της βελανιδιάς
και γράφουν με κεφαλαία φλογερά γράμματα,
με τ’ αόρατά τους τα λευκά δάχτυλα
ανεβαίνοντας πύρινες κλίμακες από την γη ως τον ουρανό...
«Ειρήνη, ειρήνη, δικαιοσύνη, δικαιοσύνη...»
Το σάλπισμά τους βροντάει πάνω από τις έρημες πόλεις
πάνου απ’ τα έρημα χωριά, όπου οι άνεμοι περπατούνε μονάχοι,
πάνω από τα βουνά που οι πηγές νανουρίζουν ξανθά παλικάρια,
πάνω από δρυμούς που τραγουδούν,
μες στα φαράγγια, που οι χείμαρροι αναπνέουν!
Χαλάστε πια τα νέα λαρύγγια του πολέμου
κλείστε τ’ αυτιά σας στις χάλκινες φωνές,
κοιτάξτε τα ερείπιά μας.
Μνημονεύστε τα κρεματόρια
και κλείστε μέσα σας τους νεκρούς μας!
Από τη συλλογή Η συμφωνία της χαράς (1950)