nach übereinstimmenden Berichten → όπως φαίνεται, όπως προκύπτει, όπως πιστεύεται, προφανώς, κατά κοινή παραδοχή, αναμφισβήτητα, αδιαμφισβήτητα, είναι πασιφανές, το δίχως άλλο, κατά γενική ομολογία, κατά τα φαινόμενα, κατά τα λεγόμενα όλων, απ' ό,τι λένε όλοι
spiros ·
1 · 134