seed → σπόρος, κόκκος, σπόροι, σπέρμα, απόγονοι, καταγωγή, προέλευση, παίκτης τελικών γύρων, μαραίνομαι, γερνώ, παραμελώ εαυτόν, παίρνω κάτω βόλτα, σπείρω, σπέρνω, κάνω σπόρο, αφαιρώ σπόρους, ορίζω αντιπάλους σε αγώνα, φύτρο γεννήτριας τυχαίων αριθμών, σπόρος γεννήτριας τυχαίων αριθμών
zephyrous ·
13 · 3998