Λεξιλόγιο Τουρκοκρητικής Ελληνόγλωσσης Λογοτεχνίας - Σταύρου Γ. Πλανάκη (κρητική διάλεκτος, γλωσσάριο)

elena petelos

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 3180
    • Gender:Female
  • Qui ne dit mot consent.
ΤουρκοκρητικάΕλληνικά
αταλέ, ταλέλεηλασία, αρπαγή, αυθάδεια (πληθ. ταλάδες)
απανωθιόπάνω
απλά, αμπλά (abla)μεγάλη αδελφή, υπηρέτρια
αγάςκάθε σημαντικό πρόσωπο, προεστός, καλοζωισμένος, εξουσιαστής
αγιάζι (ayaz)δροσούλα της αυγής
αγιάρι (ayar)ρύθμιση της ώρας, προσοχή
αγιαρντίζω (ayarmak)αποπλανώ, ξελογιάζω
αγορίτηςορεσίβιος
αγουτζήςσκοπευτής
αζάπηςσύντροφος, φίλος, δυστυχισμένος, ταλαίπωρος
αζάςπρόκριτος (πλ. αζάδες)
αζάτι (azat)απελευθέρωση αιχμάλωτου
άζηευχή (είμαι το άζη σας, είμαι ευχέτης σας)
αζιγανιά (ziyan) και ζιγανιάαδικία, δολιότητα
άζουδοςταλαίπωρος
αϊλίκιμισθός, μηνιάτικο
αϊπλίκη (ayplik)ελάττωμα
αϊράνι (ayran)ορός, επίστρωμα τσιμέντου
ακαρντάσηςβλ. αρκαντάσης
ακιντ(ζ)ές (akide)καραμέλα, γλύκισμα. (σερμπέτια και ακιντζέδες)
ακουρμάζομαιακροάζομαι
αλάιπλήθος, πομπή, παράταξη, όμιλος
αλάι - μαλάι (alay - malay)(επίρρ.) έτι μάλλον
αλάνι (alan)αλητόπαιδο (αλανιάρης)
αλαργάρωαπομακρύνομαι
αλάτες (alãt)εφόδια, εργαλεία, όργανα.
αλατζάς (alaca)φθηνό βαμβακερό ύφασμα
αλέ – λεσάπι (alal - hesap)ως έγγιστα
αλιβερντίζω (alivermek)μεσολαβώ, προμηθεύω
αλικοντίζω (alikomak)αναχαιτίζω
αλισιβερίσι (alisveris)δοσοληψίες
αμ – μα !! (amma)(επιφ. θαυμασμού) πω – πω!!
αμάν(ι)(επιφ.) έλεος!
αμανέςμουσικός σκοπός
αμανέτι (emanet)ενέχειρο (και αμανάτι), αρραβώνας
αμπάρι (ambar)αποθήκη
αμπάς (aba) και γαμπάς (πανωφόρι)μάλλινο χοντρό ύφασμα
αμπάς πασάςαντιβασιλέας αιγύπτου
αμπέρι (amber)λουλούδι ακακίας (αμπεριά, ακακία, γαζία)
αμπτέστι (aptest)άδεια
αναθυβάνωδιερωτώμαι, συλλογίζομαι
ανάκαραπνοή, δύναμη
ανεντρανίζωκοιτάζω, σηκώνω τα μάτια, βλέπω
αντάμ – μπαμπαντάμανέκαθεν
αντάμου (adam)άνθρωπε!
αντέτι (adet)συνήθεια
άντζεπαάραγε
αντιδείρωπερνώ απέναντι
αξάμι (aksam)εσπέρα, στιγμή της δύσης του ήλιου
αξωμάδα (açma)αποκάλυψη, εκμυστήρευση
απάκι (apak)καπνιστό κρέας
απακιάζωμαυρίζω, ζαρώνω
απανωδιαστάμε επαναλήψεις, αλλεπάλληλα.
απεζέφνωξεπεζεύω, κατεβαίνω από το άλογο
απίριθειάφι
αποκλαμάρωκαλώ, δηλώνω, αναλύω
αποσπεροθιόαπό την πέρα μεριά
απτ αλλάπατέρας του προφήτη μωάμεθ (abd allah). πέθανε λίγο πριν ή λίγο μετά τη γέννηση του γιου του.
αραγόςασκί
αραλίκι (aralik)ελεύθερος χρόνος, διάλειμμα
αραμπάς (araba)ιππήλατο όχημα τετράτροχο
αρκαντάσης (arkadas)σύντροφος, συνεργάτης
αρκουμπούζιαόπλα
αρμιάοι ράχες των βουνών
αρμπεντέςστάση, οχλαγωγία
αρναούτηςαλβανός
αρσίζης (arsiz)αναιδής
αρτζιχάλιν (arzuhal) και αρτζουχάλιαναφορά , αίτηση
ασ(ι)λάνης (aslan)γενναίος, λιοντάρι
ασάςραβδί
ασίκης (asik)γενναιόψυχος, λεβέντης
ασικιαρέ (asikare)(επίρρ.) φανερά
ασκαλντί (azkaldi)παρά λίγο
ασκέριστρατός, πλήθος
άσκιέρωτας, αφοσίωση, επιθυμία να συμπληρώσεις κάτι
άσλα (asla)(επίρρ) ουδέποτε, ακριβώς
άσπραχρήματα ασημένια, 1/3 του παρά
αστάριφόδρα
ατζαΐπικος (acayip)περίεργος
ατζαμής (acemi)αμαθής, αδέξιος
ατζέμπα (μου)άραγε (και άτζεμπις)
ατζί (incik)η γάμπα, το σαρκώδες μέρος της κνήμης
ατζιγγανεύωαδικώ
ατικί (atici)φρόνημος, στοχαστικός, αγαπημένος
ατλήςιππέας (και ατιλής – άτι)
ατσιποδιάκακοτυχία
ατσουπάς (hacip)πονηρό πνεύμα, δαίμονας
αφερίμεύγε, καλά έκαμες
άφι (afu)συγχώρηση, άφεση
αφορούμαιυποψιάζομαι, μαντεύω (εφορέθηκε πως τού ’λεγε ψώματα)
αχτάρηςμυροπώλης
αχταρμάςδιαμετακόμιση, ανακάτεμα
άχτιεκδίκηση
αχύρισταύλος, αχούρι
βαγ(ι)εστώ (vazgecmek)βαρύνομαι, απελπίζομαι, παραιτούμαι
βαέθιασυμβάντα
βάι (vay)αλίμονο
βακίτι ή βάχτι (vakit - vakt)καιρός, χρόνος, κατάλληλη εποχή
βάκλημε σεβασμό
βαλ(ι)δέμητέρα (και βαλτέ ως προσφώνηση της μητέρας)
βαλαχί!μα το θεό
βάλη (τα)τα παθήματα
βαλήςγενικός διοικητής
βάρδα – κώσταελαφρό πλοίο φύλαξης ακτών
βασι(γ)ιέτι (vasiyet)διαθήκη, εντολή, παραγγελία, τελευταία επιθυμία
βγορίζειφαίνεται
βέβγιαβέβαια (;)
βεζινές (vezne)είδος ζυγαριάς
βεζίρηςαρχιγραμματέας της επικράτειας, πρωθυπουργός (ο μέγας)
βεηλέρ βέηςμπέης των μπέηδων, τιμητικός τίτλος
βεργίφόρος, προσφορά
βερέμι (verem)αρρώστια, φθίση
βερεσέ (veresiye)επί πιστώσει
βιλαέτι (vilayet)διοικητικό τμήμα, επαρχία, νομός (πληθ. βιλαέθια)
βιρανές (virane)ερείπιο
βιστηδούρεςκεντητά γυναικεία μεσοφόρια
βίτσαευλύγιστο ραβδί
βουγιούμ μπεκλέρσε περιμένω (beklemek, περιμένω)
βουρ (vur)εμπρός κτύπα
βούργιασακκούλι βοσκού
βουτσίβαρέλι
γαζέπι (gazap)οργή, θεομηνία
γαζήςνικητής
γαζίνατρυφερή ονομασία της συζύγου (ματάκια μου, φως μου)
γαλανίζωασπρίζω
γαμπάςχλαίνη, κάππα.
γαργερόςλερωμένος
γαρμπής (garbi)νοτιοδυτικός άνεμος
γεζίτης (yezit)αναιδής, αισχρός, άθεος
γελέκι (yelek)επενδύτης
γεμεκλίκι (yameklik)τα απαραίτητα προς το ζην
γέμικριθάρι για τα άλογα
γεμιτζής (gemici)ναύτης
γεμουρούκιτελωνείο
γερλή αγασήαρχηγός των εντοπίων γενιτσάρων
γερλήδεςεντόπιοι, αυτόχθονες γιενίτσαροι της κρήτης
για... για... (ya–ya)ή...ή...
γιαβάς – γιαβάς (yavas - yavas)σιγά – σιγά.
γιαβουκλού (yavuklu)η ερωμένη
γιαγκίνι (yangin)πυρκαγιά, εσωτερική πίεση
γιαγλίκιμαντήλι (γιαγλικάκι)
γιαγνίσι (yanlis)λάθος
γιακιστίζω (yakismak)ταιριάζω, αρμόζω
γιαλέλι (yal - el)τραγούδι
γιαλιθι(α)νόςκάτοικος των παραλίων
γιαλτσένιοςλαμπερός σαν γυαλί.
γιαμάκιαβοηθοί, τσιράκια
γιαμπανά (yabana)αδίκως
γιάρα (το)η πληγή ( και ο γιαράς)
γιαραντίζωδημιουργώ
γιαραντισμένοςπλασμένος- δημιουργημένος
γιαραππήςθεός-κύριος (και γιαραμπής)
γιαρτμτζήςβοηθός
γιασμάς (γιασμάκι) (yasmak)λεπτό γυναικείο κάλυμα κεφαλής
γιαστίκι (yastik)μαξιλάρι
γιαταγάνι (yatagan)μεγάλο μαχαίρι ζωσμένο στη μέση
γιατάκι (yatak)στρώμα, κλινη
γιαφτάς (yafta)μερίδιο, κληρονομιά
γιαχουντής (yahudi)εβραίος, ιουδαίος
γίβεντο (güvenmek)ντροπή, καταισχύνη
γιγούμι (gügum)δοχείο γάλακτος
γιεμενίκάλυμα κεφαλής (όρκος, γεμίνι)
γιεμουρούκιτελωνείο
γιολντάσης (yoltas)σύντροφος, συνοδοιπόρος
γιορντάμι (yordam)στόλισμα, επίδειξη
γιορνταμλήςναζιάρης, στολισμένος
γιορνταναλίκι (yordamlik)περιδέραιο
γιουνάνηδεςέλληνες
γιουρ(ου)ντώκάνω έφοδο
γιουρντάρω (yorumek)ορμώ
γιουρούσι (yürüyus)έφοδος
γιούσμπασης (yüzbasi)λοχαγός
γκανίζωγκαρίζω
γκιαούράπιστος
γκιαουρέκ μπες παρά οκασίτου ρωμιού το κρέας, μια δεκάρα η οκά.
γκιαούρμπασηςαρχηγός των γκιαούρηδων
γκιουλνούςροδόσταγμα
γκιστάνιφυλακή
γλακώτρέχω
γούμεναχοντρό καραβόσχοινο
γουργουλέςλίμνες
γραντίζω(ogramak) πέφτω σε συμφορά
γρετίδικος (igreti)προσωρινός, εκκρεμής
γρόσσιτουρκικό νόμισμα
δερβίσης (dervis)μωαμεθανός μοναχός, φτωχός, ολιγαρκής
δεφτερδάρηςοικονομικός δευθυντής, έφορος
διάγουμα (yagma)λεηλασία (διαγουμίζω)
διασάκι (yasak)απαγόρευση
διβάνιυπουργικό συμβούλιο, κυβέρνηση
δικώαρκώ, επαρκώ
δοξάριτόξο, κάτι τεντωμένο (μτφρ. το πτώμα)
εβλι(γι)άςόσιος , άγιος της μουσουλμανικής θρησκείας.
εδάτώρα
εζτερχάς (ežderhâ)μέγας όφις, δράκος (και ιζτερχάς)
είμηταςή μήπως
εκσίκικαελαττωματικά, ελλιπή
έλε μου (hele)προ πάντων (και ίλα ή ίλε μου)
ελεμές (elleme)ποταπός, παλιάνθρωπος
ελμπέτ (elbet)βεβαίως, εξάπαντως
εμιρί (miri)δημόσιος φόρος, μίσθωμα
εντέκια (hendek)χαντάκια, τάφροι γύρω από τα φρούρια.
εντεψίζης (edepsiz)αναιδής, αθυρόστομος
εντεψίζικοςάσεμνος
ερδέπιονμέτρο βάρους σίτου
ερίφης (herif)άθλιος, ευτελής
εσδρίπρόστιμο
εσπέχηςφεουδάρχης, ιππέας (σπαχής)
ετέκιυποπόδιο, μαξιλάρι ποδιών
ευτεξούσιος(αυτεξούσιος) υπεύθυνος
εφέντηςαυθέντης, κύριος, αφέντης
ζαβάλι (zavalli)παρακμή, κακή τροπή
ζάβαλοςταλαίπωρος (και ζάβαλης) κλητ. ζάβαλε, καημένε
ζαγρουνώξύνω (και τσαγκρουνώ)
ζαερές (zahire)ζωοτροφία, σιτηρά
ζάλοβήμα
ζαμάνι (zaman)χρόνος, εποχή
ζαμπαράς (zampara)γυναικοκατακτητής, γυναικοθήρας.
ζαμπίτης (zabit)αξιωματικός, φύλακας της τάξης
ζαμπιτιλίκιτάξη, αστυνόμευση, ασφάλεια
ζαπτιέςχωροφύλακας (και ζαφτιγιές)
ζαράρ(ι) (zarar)βλάβη, ζημιά
ζαρίφικος (zarif)κομψός, λεπτός, μικροκαμωμένος και όμορφος
ζαριφλίκικομψότητα, ομορφιά
ζάφτι (zapt)εξουσία, έλεγχος (κάνω ζάφτι, υπερνικώ)
ζαφτιγές (zaptiye)χωροφύλακας
ζεμπερές (zemberek)κλειδί
ζεμπίλι (zembil)καλάθι από φοινικόφυλλα για ψώνια
ζευζέκης (zevzek)ανόητος
ζεύκι (zevk)διασκέδαση, ηδονή
ζιαμέτιαφέουδα, τσιφλίκια
ζιαφέτι (ziyafet)γεύμα, τιμητικό δείπνο
ζιγανιά και αζιγανιά (ziyan)αδικία, δολιότητα
ζιλχιτζέςμήνας (αραβικά)
ζιμιόλοιπόν (εις μίον)
ζόρες (zor)βία, δυσκολία
ζορμπάςκακούργος, θρασύς
ζουλούμια (zulüm)βασανιστήρια, καταπίεση, αδικίες
ζουλφικάριδίκοπο μαχαίρι.
ζουμπούσιτραπέζωμα παρέας, φαγητό (τσιμπούσι)
ζουρίδεςνυχτερινές επιθέσεις των τούρκων
θεριακλής (tiryakli)παθιασμένος, εθισμένος
ιδαρέςδιοίκηση
ιζάνιπροσευχή
ιζετλούεντιμότατος
ιλάμιαναφορά
ιμάνι (iman)πίστη, θρησκεία
ιμπραχίμαβραάμ
ιμπρέτι (ibret)παράδειγμα, δείγμα
ιναντινά (inantina)πεισματικά
ιραδέςδιαταγή
ίρτζι (irz)τιμή, αξιοπρέπεια
ις ολά (is ola)δήθεν
ίτσι (hiç)καθόλου, μηδέν, ποσώς
ίχιαλά (insa allah)μακάρι, είθε, ας δώσει ο θεός
κα(μ)πούλ(ι) (kabul)αποδοχή, παραδοχή
κα(χ)βέςκαφενείο, καφές
κααβάςναός μέκκας πάνω από τον μετεωρίτη λίθο.
καβάζης (kavas)κλητήρας, υπασπιστής (και καβάσης )
καβαλτίζωπρογευματίζω
καζαντίζω (kazanmak)αποκτώ χρήματα
καζάς (kaza)ατύχημα, δυσάρεστη κατάσταση, απόφαση του καδή
καϊμακάμης (kaymakam)αντισυνταγματάρχης, υποδιοικητής, έπαρχος
καϊναντίζω (kaynamak)ψήνομαι, βράζω, φτανω στον ύψιστο βαθμό
καϊρέτι ή καερέτι (gayret)υπομονή, προσπάθεια ,γενναιότητα, θάρρος
καιτέςκαι τότε
καλαντάραξύλινο πλαίσιο ύφανσης, που τρέμει
καλανταρίζωτρεκλίζω
καλαροσύρωμαζεύω τα πανιά του πλοίου ή τα δίχτυα.
καλίκια (kalik)γυναικεία παπούτσια
καλιοντζήςναύτης
καλντιρίμι (kaldirim)λιθόστρωτος δρόμος
καλπαζάνης (kalpazan)δόλιος, ψεύτης, παραχαράκτης
καλπάκι (kalpak)σκούφος, στρογγυλό κάλυμα κεφαλής
κάλφας (kalfa)ο πρώτος υπάλληλος καταστήματος
καμπαέτι (kabahat)πταίσμα, αμάρτημα, παράπτωμα (πληθ. καμπαέθια)
καμπανίζωζυγίζω
κανάκιαχάδια, θωπείες
κανδιελήςηρακλειώτης
κανίσκιδώρο
καντζίκης (kancik)άπιστος, απατεώνας
καντή – νενέγιαγιά (και καδή νενέ)
καντή νενέώριμη κυρία
καντήςκαδής, ιεροδικαστής
καντής (kadi)δικαστής
καντίζω (kantirmak)δελεάζω, πείθω
καντίνακυρία, παντρεμένη γυναίκα (και καντίνη)
καπανίκικος (kapanik)κλειστός, σκοτεινός
καπάνταης (kapa dayi)ψευτοαρχηγός, κομπορήμων
καπαντίζω (kapanmak)υπερνικώ, καλύπτω
καπατουμά (kapatma)παλλακίδα, γυναίκα σύντροφος
καπζάς (kapzik)μικρό δοχείο, πορτοφόλι, θηλάκιο χρημάτων
καπίνιγάμος, προικοσύμφωνο
καπουδάν πασάςναύαρχος
καρακόλι (karakol)σταθμός χωροφυλακής
καραμπογιάμαύρο χρώμα για τη βαφή μαλλιών
καράρι (karar)απόφαση, κατάσταση, διαμονή
καρμίρηςπλεονέκτης, φιλαργυρος
καρνάδοςκατακόκκινος, χρώματος κρεατί (ιταλ.)
καρσί (karsi)απέναντι
καρτσονάςο φορών κάλτσες, μαλθακός, αστός
καρτσόνιακάλτσες (γνώρισμα των αστών και της άνετης ζωής)
κασαβέτιβάσανο, πάθος, στενοχώρια (πληθ. κασαβέθια)
κατάπι (kitap)βιβλίο, νόμος, κοράνι
κατράνικατράμι, εύφλεκτες ύλες
κατσιρμάςλαθρεμπόριο
κατσουκανιάπονηριά, πανουργία
κατώόνομα της συζύγου του μεμέτακα
καφαλτί (kahvalti)πρόγευμα
καφέσιξύλινο πλέγμα παραθύρου (και καφάσι)
καφτάνι (kaftan)αυτοκρατορικός χιτώνας με γούνα
κάχρι (kahir)οργή
κελεπίρι (kelepir)λάφυρο
κεμέρι (kemer)βαλάντιο, κομπόδεμα, ταμείο
κερέμι (ikiram)περιποίηση, βοήθεια
κερίμευεργεσία
κερίμηςγενναιόδωρος- ευεργετικός
κεσίμικορμοστασιά, παρουσιαστικό
κεχαγιάςοικονομικός διαχειριστής, επίτροπος
κιαμέτ γκιουνούκατακλυσμός
κιάρι (kar)κέρδος
κιατίπης (katip)γραμματικός, γραφέας
κιβούριμνήμα
κιγιαμέτι (kiyamet)μεγάλη ταραχή
κιεφέτινίκη (κάνω κιεφέτι, νικώ)
κιλινγκίριασιδεράδικα
κινάςκόκκινη βαφή νυχιών
κιντί (ikindi)βραδάκι
κιορμαίνομαι (görünmek)φαίνομαι
κιρατζής (kiraci)αγωγιάτης
κιρίμικριμαία
κιρμιζί (kirmizi)κόκκινο χρώμα
κισ(ι)μέτι (kismet)μέλλον, πεπρωμένο, τυχερό
κισλάςστρατώνας (και κιχιλάς)
κλιτάταπεινά, προσεκτικά, με σκυμμένο κεφάλι
κνισάριδαντελωτό λίπος που περιβάλλει τα εντόσθια του ζώου
κολάνιαορτήρας, αναβολέας στη σέλλα του αλόγου (κριάρης: περιλαίμιο)
κονάκι (konak)οικία, σταθμός
κονσολάτοκυβερνείο
κονσόλοισύμβουλοι
κοπανέκατάλληλη στιγμή
κοπανούρασκέπασμα, από πάνω (;)
κορβέτοπολεμικό πλοίο, κορβέτα
κορδακιάζωτεντώνομαι, πεθαίνω
κοσατέρ’ για μπαϊράκιαδρομείς σημαιοφόροι
κουγιουλτίζω (koyulmak)κρίνω εύλογο
κουγιουμτζής (kuyumci)χρυσοχόος
κουζουλόςτρελός
κουκοσάλι(ο)χαλάζι
κουλαντρίζω (kullanmak)διευθύνω
κουλέςφρούριο, πύργος
κουλούκισκυλάκι, φυλακή
κουλουκουτερόευτελές σκεύος
κουμουλάριαγγείο μέτρησης υγρών
κουμπές (kubbe)θόλος, ωραίος άνθρωπος
κουμπόςσκυφτός, καμπούρης
κουρμπάνιθυσία
κουρούνακόρακας
κούρταμαντρί
κουρτέλασφύρα, βαριά
κουρτουλούσι (kurtulus)σωτηρία
κουσούρι (kusur)ελάττωμα, έλλειψη – σφάλμα
κουτουρού (götürü)στην τύχη, χωρίς σχέδιο
κούφιρα σιρκ’ ιχτάη βλάσφημη πλάνη της ειδωλολατρίας (küfür)
κρέτακρέατα
λαγούμι (lagim)υπόνομος για ανατίναξη. σε πολιορκία αντι-υπόνομος
λαδοπατσάβραλαδωμένη πατσαβούρα για άναμμα φωτιάς
λαήνιπήλινο σκεύος, σταμνί νερού
λακριντί (lakirdi)ομιλία
λαλίνι (nalin)ξύλινο παπούτσι
λαφαζάνης (lafazan)πολυλογάς, φλύαρος
λαχούριείδος υφάσματος
λέσι (το)πτώμα (πλ. τα λέσια)
λεχάμιφώτιση
λόντραφορτηγό πλοίο (ναυπηγούμενο στο λονδίνο)
λοντραντζήςκυβερνήτης φορτηγού πλοίου λόντρας
λουλάς (lüle)καπνοσύριγκα
λουσσόθηροερείπιο
λουφές (ulufe)μισθός
λυκιάςτόπος με υφάλμυρο νερό
μαγκλαβίζωτυραννώ, βασανίζω
μαγλατάς (mugalata)απάτη, αθέτηση υποχρεώσεων
μαγλινόςλείος, χωρίς τρίχες, ξυρισμένος
μαγρίπδύση
μαζανένιος ντολουμάςμελιτζανένιος ντολμάς
μαζμπατάςέκθεση
μαϊμούνιμαϊμού
μαϊτάπι (maytap)ειρωνεία, εμπαιγμός
μαλάϊκαςάγγελος, ουρί, πνεύμα (και μελάϊκας, πληθ. μελαϊκέδες)
μαλεμιρίφόροι
μαλικιανέςφόρος (αντικατέστησε τον μουκατά)
μάλταπορτοκάλι
μαμουντι(γ)ές (mahmudiye)χρυσό νόμισμα 25 γροσίων
μαμουρλούκι(μαχμουρλούκι) δυσαρέσκεια, κακοκεφιά
μανσούπι (mansip)αξίωμα, θέση, πόστο ευθύνης
μανταλώνωκλειδώνω
μαντές (madde)υπόθεση, ζήτημα (μαντέδες, ξεσηκωμοί)
μαντρατζήςφύλακας της μάντρας
μαξούλικέρδος, παραγωγή
μαριφέτι (marifet)τέχνασμα, επιτηδειότητα (και μαραφέτι)
μάρμαρα (τα)το σούνιο με το ναό του ποσειδώνα
μαρμουρέτιαεπαρχίες, πολιτείες
μαρόπαπρόβατο, αμνάδα
μασρίκανατολή
μαστραπάς (mastrapa)χαλκινο κύπελο, ποτήρι
ματζέτααγελάδα
μαχαλάς (mahalle)συνοικία
μαχιαλλά (masaallah)εύγε!
μαχλουκάτιζώο
μεζάρι (mezar)τάφος
μεζαρλίκινεκροταφείο
μεϊντάνι (meydan)πλατεία
μεϊτέπισχολείο μουσουλμανικό
μελούνκαταραμένος
μενδρεσέςιεροσπουδαστήριο
μεντάτι (imidat)βοήθεια (και μιντέτι)
μεντζίλιέφιππος ταχυδρόμος
μερχαμέτι (merhamet)ευσπλαχνία, έλεος
μερχαμετλήςοικτίρμων
μεσκίνης (miskin)λεπρός
μετζιλίχι (mecilis)συμβούλιο
μιθάλιπρότυπο – παράδειγμα
μιλέτιη μουσουλμανική θρησκεία, το έθνος του αλλάχ
μιραλάηςσυνταγματάρχης, ανώτερος αξιωματικός
μισίρι (misir)αίγυπτος
μιτάτοτυροκομείο
μονετζιάπολεμοφόδια
μοςμόλις
μόσκοβοςρωσία
μουζδές (και μουζντές)είδηση, πληροφορία
μουκαρέμιείδηση, διάγγελμα, αγγελία
μουκατάςφόρος προϊόντων
μουλαζίμηςαστυνόμος, υπαξιωματικός
μούλκιαιδιοκτησίες
μουλλάςανώτερος κληρικός των μωαμεθανών
μουμπασίρηςκλητήρας, διαγγελέας, αγγελιαφόρος
μουρ(ν)ταρεύωμολύνω, λερώνω, χαλώ μια συμφωνία, συγχύζω
μουρντάρης (murdar)ανήθικος, ακόλαστος, γυναικάς
μουρτάτηςαρνησίθρησκος
μουσαμάςαδιάβροχο σκέπασμα όπλων
μουσίρηςγενικός διοικητής, στρατηγός
μουσταφάςεκλεγμένος- (επίθετο του προφήτη μωάμεθ)
μουτασερίφηςνομάρχης, υποδιοικήτής, έπαρχος (και μουτεσαρίφης)
μουτζιζέςθαύμα
μουτής (müti)υποταγμένος, μη επαναστάτης
μουτίζωπαραδίδομαι, υποτάσσομαι
μουχαλεμπί (muhallebi)γλύκισμα με γάλα και ριζάλευρο
μουχαρέμσεπτέμβριος
μουχασεμπετζήςλογιστής
μουχασίληςνομάρχης
μουχούρι (mühür)βουλοκέρι, σφραγίδα , μάρκα
μπαδιέραπαντιέρα, σημαία
μπαϊλντίζω ( bayilmak)δυσανασχετώ, υποφέρω
μπαϊραγασήςοπλαρχηγός, αρχηγός μικρού σώματος ενόπλων.
μπαϊράκι (bayrak)σημαία
μπαϊραχτάρηςσημαιοφόρος, της σωματοφυλακής του πασά.
μπάλ(λ)ασφαίρα
μπαλουξήςψαράς
μπάνταμεριά
μπαντέτι (ibadet)λατρεία, προσευχή
μπαξές (bahce)κήπος
μπαξίσι (bahsis)δώρο, χρηματικό φιλοδώρημα (μτφ.και σφαίρα)
μπας κιατίπηςαρχιγραμματέας
μπας κουμαντάρηςαρχιαστυνόμος (μπάχης κουμαντάρης)
μπας ουστάςαρχηγός γενιτσάρων
μπας χανούμη πρώτη κυρία του χαρεμιού
μπαταξής (batakci)ζωηρός, άτακτος
μπαταξιλίκιαταξία, αναρχία
μπατζάςκαπνοδόχος, φωταγωγός, φεγγίτης
μπατσαλμάςαλώνι
μπάχι κουμαντάρηςαρχιαστυνόμος
μπαχίζωστενοχωρώ
μπεγεντώαρέσω, εκτιμώ
μπεγίκι (belki)ίσως
μπεγίρι (beygir)άλογο, υποζύγιο
μπεϊλίφανερός
μπεϊλίτικος (beylik)αυτός που ανήκει στο δημόσιο
μπελ(ί)κι (belki)ίσως
μπεντένι (beden)τείχος, έπαλξη
μπεράτιδιάταγμα
μπεράτιδιοριστήριο έγγραφο δημοσίου λειτουργού
μπερεκέτι (bereket)αφθονία
μπιζιγάρωπιέζω , στενοχωρώ
μπινίσιμανδύας, πανωφόρι
μπιρένας μία
μπιτίζωτελειώνω
μπομπιάς(άγνωστη λέξη, ίσως μέρος καραβιού ή άνεμος)
μποτώνιαχρυσά κουμπιά
μπουγιουρ(ουλ)ντίέγγραφη διαταγή
μπουγιουρντίπρόσταγμα , διαταγή
μπουλούκιτάγμα στρατού
μπουλούκιτάγμα του τουρκικού στρατού
μπουλούμπασηςταγματάρχης
μπουρμάς (burma)άπιστος, εξωμότης, άθεος (αρχικά, το στριμμένο σαρίκι.)
μπουρμπάδακανονιά, κανόνι, τηλεβόλο
μπροσκάδαενέδρα
μυσίριαίγυπτος
μυσιρλήςαιγύπτιος
μωάμεθ (μουχαμέτ, μουχαμάντ)ο άξιος ύμνων
ναγές (ο)κτήμα, περιφέρεια
νάκλι (nakil )διήγηση
ναμάζιπροσευχή, τελετή
νάμι (τουρκ.)φήμη, όνομα
ναντρανίζωαναντρανίζω, σηκώνω τα μάτια, αναρρώνω
νάτ(κ)ιλογικός, ομιλών συνετά, φήμη, όνομα
νεούτε
νέναη τροφός
νενέμητέρα
νετζέτιλύτρωση, σωτηρία
νηκιάςνόμιμος γάμος
νιζαμετλήςοπαδός της νέας τάξης, προοδευτικός
νιζάμι δζετίτνέα τάξη πραγμάτων
νισάνισημείο, παράσημο σουλτανικό (πληθ. νισάνια)
νομπέτιεκ περιτροπής, με σειρά
νούρ(ι)λάμψη, φως , καλλονή
νουσ(ου)ρέτι (nusret)θεϊκή βοήθεια- δύναμη για νίκη
νούχης ( nûh)νώε
νταβάςδίκη, φιλόδικος
νταβραντώαντέχω, υπομένω, εγκαρτερώ
νταγιαντώ (-ίζω)(dayanmak) υπομένω, αντέχω, διατηρούμαι
νταήςψευτοπαληκαράς
ντάνταςτροφός, παιδαγωγός
νταπιέθιαειδήσεις
νταύκοςμικρή σπηλιά σε βράχο
ντεβλέτικράτος, δύναμη (και δοβλέτι)
ντεληκανήςνέος
ντελήςιππέας, αλλά και τρελός, παράτολμος, ζωηρός, απερίσκεπτος
ντελίδικοςπαράτολμος, ζωηρός
ντελίνιαμεγάλα πλοία
ντελόγκωςαμέσως (και ντελόγο)
ντεναζέ ναμάζιτελετή κηδείας
ντερεϊλήςκτηματίας, προύχων
ντέρτιπάθος, ασθένεια, πόνος, θλίψη
ντεψίζηςαναιδής, αθυρόστομος (βλ. εντεψίζης)
ντιβάνι (divan)ανάκλιντο, συμβούλιο, συνεδρίαση αξιωματούχων
ντιπκαθόλου
ντο(υ)άπροσευχή, ευχή, παράκληση
ντοβλέτικράτος, κυβέρνηση, δημόσιο
ντογρουτζάς (dogruca)συγκοπή καρδιάς
ντολμά μπαξέπαλάτι στην κωνσταντινούπολη
ντοτόροςγιατρός
ντουκιάνι (dükkan)κατάστημα, μαγαζί
ντουλ(ου)μέςσκέψη, συλλογισμός
ντουμάνι (duman)πυρκαγιά, φλόγα, καπνός.
ντουνιάς (dünya)γη, κόσμος
ντουντούκυρία, παρατηρητής σε σκοπιά
ντουντού χανούμπρώτη κυρία (πληθ. ντουντούδες)
ντουσ(ου)μάνηςάσπονδος εχθρός
ντουχιουντίζω (düsünmek)σκέπτομαι, υπολογίζω, υποθέτω
ντρέτακατ’ ευθείαν
ξαθέριό,τι πιο διαλεκτό
ξεκουκούλωτοςαιμοβόρος, κακούργος οθωμανός.
ξεστομάτουπροφορικά.
ξεφτυλίζω(σε λύχνο) φτιάχνω το φυτίλι
ξίγκικοςελλιποβαρής, ελλιπής
ξυστερνόςμεταγενέστερος, μελλοντικός (ξυστερνάδα, ο χρόνος μετά)
οβριόςεβραίος
όμπανέτο βράδυ
οντάςπάνω όροφος
οντζάκιστρατώνας γενιτσάρων
όντιμωςόταν όμως – αλλ’ όμως (και όντιμας)
ορ(ν)τάςτάγμα γενιτσάρων
ορνταγασήςταγματάρχης, επικεφαλής του ορτά
ορντούστρατός
ορτάκης (ortak)στρατιωτικός συνεργάτης των τοπαρχών, σύντροφος, εταίρος
οσκελντί (hos geldim)καλώς ήρθες
ουλεμάςιεροδικαστής, γνώστης του ιερού νόμου, νομομαθής
ουλφές (λουφές) (ulufe)μισθός γενιτσάρων
ουμμέτιέθνος, λαός, θρησκευτική κοινότητα μουσουλμάνων
ουρί (huri)γυναίκα - άγγελος του παραδείσου, για τους πιστούς μουσουλμάν.
όυστάς (usta)τεχνίτης, μάστορας (ουσταμανώλης, μαστρομανώλης)
πα(ν)τισάχ«ο βασιλεύς των βασιλέων», ο σουλτάνος
πάκικοςαγνός, καθαρός
παλαζάκινεαρό ζώο
παμπόριαβαπόρια, πλοία
παντολίδικοςγριππιασμένος
παπιόρασημαία
παπούραπλαγιά
παράςχρήμα, το ¼ του γροσίου. (τρεις στον παρά, απαξιωτική εκφραση)
πασαλήςσωματοφύλακας του πασά, κρητικό μαχαίρι της ζώνης
πασρίόραση
πατούλιαομάδα, ένοπλη συντροφιά
πεζεβένκης (pezevenk)άτιμος, μαστρωπός
πεϊχαμπέρηςπροφήτης
πέληςσαφής
περίτουπροπάντων
ποκατωθιόαπό κάτω
ποπανωθιόαπό πάνω
πούριόμως, ίσως, λοιπόν, βεβαίως (η λέξη και στον ερωτόκριτο)
πουσίσκοπιά
προσοβάρωδοκιμάζω
πρωτολήουιουνίου (και πρωτογούλης)
ραέτιγεύμα, φιλοξενία, περιποίηση
ράιυποταγή (και αράι )
ραμαζάνιεορτή αυστηρών νηστειών
ραμπήςθεός
ραχμέτι (rahmet)ευσπλαχνία, οίκτος, έλεος
ραχμετλής (rahmetli)μακαρίτης, συχωρεμένος
ρεγιαπερβέρχριστιανόφιλος, φίλος των ραγιάδων
ρεέμιόμηρος (και ριέμι)
ρεμπιουλεββέληςτρίτος μήνας του σεληνιακού έτους, ιούλιος
ρεντίφιεφεδρεία
ρεφουδέρνωεγκαταλείπω
ριβαγιέτιαφήγηση, ιστορία
ρισβάνις (rüsvag)ο δυσφημούμενος
ριτζά (ς) (rica)παράκληση, δέηση, παρακλητικός
ριτζάλιπαράκληση, ο σύμβουλος
ριτζατζήςο παρακαλών, μεσολαβητής
ροζονάρωσυνομιλώ
ροσπού (orospu)πόρνη
ρουγιάόνειρο
σαής (sai)πεζοπόρος, αγγελιαφόρος, γραμματοκομιστής πληθ. σαήδες
σάικαασφαλώς, εξάπαντως, αλήθεια
σαϊντίζωεκτιμώ, υπολογίζω, τιμώ
σακκούλιχρηματικό ποσό –500 γρόσια
σαλαβάτιευχή: «ο θεός χαρίζει την ευλογία και την ειρήνη»
σαλαμέτισωτηρία, κατευώδιο
σαλντί(ρί)ζωορμώ
σαντακάςελεημοσύνη
σαντζάκ βέηςδιοικητής μεραρχίας. (και αραβ. λιβά βέης)
σαντζάκισημαία
σαπριλίκι (sabir)υπομονή
σαρντίζωπεριβάλλω, περικυκλώνω, τυλίσσω, επιδένω πληγή
σε(μ)πέπι (sebep)αιτία, λογική σκέψη
σεβντάς (sevda)έρωτας
σεΐζηςέμπιστος υπηρέτης, ιπποκόμος
σεΐριθέα, διασκέδαση
σεΐχηςηγούμενος
σεϊχου(λ)ισλάμηςανώτερος αρχηγός του ισλάμ
σελάμχαιρετισμός
σελαμέτισωτηρία, ασφάλεια
σελαμλίκιανδρωνίτης (στο ισόγειο της κατοικίας)
σελάτοςκυρτός
σελβί (selvi)κυπαρίσσι
σελέμηςαγοραστής φόρων
σελίχαμηλό μέρος ανάμεσα σε δύο βουνά
σεμπιλχανέςβρύση κοινόχρηστη, (εκ φιλανθρωπικής κατασκευής)
σεπέτι (sepet)πανέρι, καλάθι, σεντούκι, δώρο επίσημο
σερ(μ)πέτιδροσιστικό ποτό, αρωματικό και ζαχαρούχο
σεραμέτισχέδιο, σύσκεψη
σερασκέρηςστρατιωτικός διοικητής, αρχιστράτηγος, γενικός διοικητής
σερδάρ εκρέμστρατάρχης
σερούριχαρά
σερταρέθηλειά, βρόχος
σετζτέλατρεία, προσκύνηση
σεφέριπόλεμος- εκστρατεία, είδηση (και σιφέρι)
σεχίτηςμάρτυρας
σιγουρά(ν)τζαδιασφάλιση
σιλιχτάρηςυπασπιστής του πασά
σιντζα(ν)τές (seccade)χαλί εορταστικών εκδηλώσεων
σισανές (sisane)πολεμικό τουφέκι εμπροσθογεμές
σιφέρι (sefer)περίσταση, εποχή
σκάρεςγύπες, σαρκοβόρα πουλιά
σκιαςτουλάχιστον
σκληβώνωκάμπτομαι, συγκινούμαι
σοζουμάν ολσούμμε το συμπάθιο
σουβαρήςέφιππος χωροφύλακας, αγγελιαφόρος
σουγγιάλόγχες
σούμπασηςαγροφύλακας, επιστάτης (και σούμπαχης)
σουνετλή γκιαούρπεριτετμημένος άπιστος, τουρκοκρητικός
σουννέτιπεριτομή (σουνετζής, ο περιτέμνων)
σουντούς (sündus)όνομα στρώματος νεφών (sündürmek, εκτείνω,απλώνω)
σουπέςαμφίβολος
σουσούμιαγνωρίσματα
σουτούνστύλος, κίων
σοφράςτραπέζι με φαγητό
σοχπέτι (sohbet)συνομιλία
σπαλέτογυναικείο φόρεμα
σπαχής (sipâhî)φεουδάρχης, άτακτος ιππέας (και εσπέχης)
σπεράντζαβόλτα, επιθεώρηση, περίπατος
σπιροπούλιγεράκι, άσπρο περιστέρι
στιμάρωεκτιμώ
συγκουλέςκρίση, απόφαση (;)
σφουγγίζωσκουπίζω
ταβάφιστροφές περί τον κααβά (;)
ταβλόπιστοςχριστιανός, εικονολάτρης
ταγύτροφή αλόγων
ταΐνισιτηρέσιο
ταϊφάςομάδα, πλήρωμα, στρατιωτικό σώμα
τακάτιδύναμη, αντοχή
τακρίριοαναφορά
ταλάδεςαρπαγές, λεηλασίες, αυθάδεια (ατάλε)
ταμπούτιφέρετρο
ταμπούτι (tabut)φέρετρο, νεκρός
ταραμπουλούσιτρίπολη της συρίας
ταρικάθιαδόγματα, θρησκευτικές αιρέσεις
ταρουμάρωδιασκορπίζω (και ταρουμαρίζω)
τάταρης (tatar)αυτοκρατορικός ταχυδρόμος
ταϋτέρουαύριο
ταχινήπολύ πρωί, το επόμενο πρωί
τεκκελήςτρόφιμος μοναστηριού (τεκκέ), μοναχός
τεμεννάςχαιρετισμός, υπόκλιση
τεμεσούκοϊ (temoşa)φανερά, θέα, κοίταγμα
τενεχίρι (tenesir)χαμηλό τραπέζι, πάγκος
τερτίπιασχέδια
τεςτότε
τεσκερέςγράμμα, σημείωμα
τεφτέρισημειωματάριο, γραφή
τζασίτηςκατάσκοπος
τζεβαερικά (cevahir)χρυσαφικά, διαμάντια, στολίδια (και τζοβάιρα)
τζεβάπιαπάντηση
τζελίληςέξοχος
τζεναζέ ναμάζινεκρώσιμη ακολουθία
τζεννέτιπαράδεισος
τζερεμές (cereme)πρόστιμο, φόρος
τζίνσιείδος ζώου
τζούγκραανώμαλο έδαφος
τζούνκιμαφού, διότι
τίβοτσιτίποτα, κάτι
τιμουρούκιόργανο βασανισμού
τοβλέτικράτος (και δοβλέτι – ντοβλέτι)
τοκάρωμιλώ, απευθύνομαι
τοπανάςκανόνι
τοπέςμεταμέλεια
τορναλέτονσκέπασμα κλίνης
τουκιάνικατάστημα, αγορά της πόλης
τουκιαντζήςκαταστηματάρχης
τουρνατζής (turnaci)αρχικά οι τουρνατζήδες αποτελούσαν ιδιαίτερο γενιτσαρικό σώμα, που εκπαίδευε τους κυνηγετικούς σκύλους του σουλτανου και έκανε το παιδομάζωμα. αργότερα αξιωματούχος κοντά στο σουλτάνο.
τουφάνικατακλυσμός
τσαΐριχλωρό χορτάρι
τσακάκι (çaki)σουγιάς, τραπεζομάχαιρο
τσαλοπατώπατώ και καταστρέφω
τσάρκαλαφυραγωγία, ζωοκλοπή
τσάρκιαέλικες, τροχοί, ρόδες του ατμοπλοίου (και τσέρκια)
τσαρσίαγορά, οδός (τσαρσί – τσαρσί, από τη δημοσιά)
τσελεπής (celebi)ηγεμονόπαις, ευγενής, ένδοξος
τσεπ(χ)ανέςπυριταποθήκη, αποθήκη όπλων
τσεπελήςευγενής, ψιλομαθημένος
τσικίνιχρυσό βενετικό νόμισμα, αξίας 20 χρυσών δραχμων. (και τσεκίνι)
τσιμπουξήςεπιμελητής της καπνοσύριγγας του σουλτάνου.
τσιφλίκιαγρόκτημα, μετόχι
τσουρώκρημνίζω
τσόχαείδος υφάσματος και χαλιού υποδοχής (πληθ. τσοχάδες)
τσοχαντάρης (cokadar)ενδυματολόγος του σουλτάνου
φακίρης (fakir)φτωχός, ταπεινός
φάρζιουποθέσεις
φαρφουρί (fagfuri)πορσελάνινο (και φαφλουρί)
φερίκαντιστράτηγος
φερμάνιδιάταγμα
φέσι (fes)κάλυμα κεφαλής χωρίς γείσο
φεσφεσές (fesvese)υπόνοια, υποψία
φετφάς (fetva)ιερονομική ρήτρα, ποινική γνωμοδότηση, απόφανση
φηκάριθηκάρι, θήκη μαχαιριού
φιρκάς (firka)μεραρχία
φκαιραίνωχύνω, αδειάζω
φλαμπουζάνι(άγνωστη λέξη)
φουριαρεύωφεύγω βιαστικά, εξαγριώνομαι
φράγκοιοι ευρωπαίοι γενικώς, και ειδικότερα οι γάλλοι
φωτικλιά τσικίνιαλαμπερά, χρυσά φλουριά
χαβαλές (havale)επιφόρτιση, μετάθεση χρέους
χαβάνι (havan)γουδί
χαβάς (hava)άνεμος, ατμόσφαιρα , μουσικός σκοπός
χαββάεύα
χαβεσιλίκι (haveslik)ζωηρή επιθυμία, πάθος
χαβούζαδεξαμενή νερού
χαζ(η)ρέτάγιος
χάζιευχαρίστηση, απόλαυση
χαζιρεύωπροετοιμάζω
χαζίρηςέτοιμος
χαϊλάζηςοκνηρός, αργός
χαϊμαλίφυλακτό
χαΐνης (hain)επαναστάτης, αντιστασιακός στα βουνά
χάιντες (haydi)εμπρός, έλα τώρα, άντε να πάμε–
χαϊρέτι (hayir)αγαθοεργία, καλοσύνη, εύνοια
χαΐρι (hayir)όφελος, καλό
χάιτας (hayta)άνεργος, αποστάτης
χάκιδικαίωμα, περιουσιακός κλήρος
χακικάταλήθεια
χαλάλιδες χελάλι
χαλαμπαλίκι (kalabalik)θόρυβος συνωστισμός
χαλίληςειλικρινής φίλος.
χαλίσικος (halis)αγνός αμιγής
χαλίφηςαρχηγός του ισλάμ
χαμάμ(ι)δημόσιο λουτρό
χαμπέριείδηση, πληροφορία
χανιαλήςχανιώτης
χανούμηκυρία
χαντζέρι (hancer)μακρύ μαχαίρι, κυρτό πολεμικό σπαθί (και χαντζάρι)
χαπίσι (hapis)φυλακή (η χάπση)
χαράμιαθέμιτο, άδικο
χαραρέτι (hararet)πυρετός, θερμότητα, δίψα
χαράτσιφόρος κεφαλικός
χαρέμιγυναικωνίτης
χαρεμλίκιγυναικωνίτης (ανώγειο κατοικίας)
χαρέτιέκπληξη, θαυμασμός
χαρμπαλέτα (η)το όπλο
χαρτζιλίκιμικρό ποσό για καθημερινά έξοδα
χάσικοςκαθαρός, υπήκοος υποταγμένος (χας ραγιάς ↔ ασή ραγιάς)
χασιλαμάς (haslama)εξαιρετική ποιότητα
χασίλι (hasil)χορτοβοσκή – τελωνείο
χατήριχάρη, εξυπηρέτηση
χαττί σερίφιερό γράμμα
χαττί χουμαγιούναυτοκρατορική διαταγή
χεκίμγιατρός
χελάλι ή χαλάλι (helal)χάρισμα, νόμιμο, θεμιτό (αντίθ. χαράμι)
χεριάτθείος νόμος
χετζώνωανθίσταμαι, φοβούμαι
χιλάφιδιαφορά
χιλές (hille)απάτη
χιλόςχυλός, πολτώδες ρόφημα (για το χιλό, για το θεό)
χιμμέτιπροθυμία, προσπάθεια
χιράμι (ihiram)κλινοσκέπασμα, χαλί
χιτζάζαραβία.
χιτςκαθόλου, ουδαμώς
χλαμπιντάνι(άγνωστη λέξη)
χολιάζωστενοχωριέμαι (και χολιώ)
χοτζέτι (hüccet)τίτλος ιδιοκτησίας
χουβαρντάς (hovarda)γενναιόδωρος
χούγιαέξεις, ήθη (χούϊ, συνήθεια)
χουζούρι (huzur)η άνεση
χουρήδεςνύμφες του παραδείσου (ουρί)
χουρχουλούκιακρεμαστάρια της ζώνης
χουτζούμιαντίσταση
χτήμαάλογο, υποζύγιο
χυλαντίζωπεριχύνω, μουσκεύω
ψαρόγαροςη σαρδέλα (πληθ. τους ψαρογάρους)
ψηφίυπόληψη (ψηφώ)
ψιακώνωδηλητηριάζω
ψιγομαραίνομαιπαγώνω και μαραίνομαι
ψιχάλιμικρό κομμάτι, ελάχιστο
ψωρόκαπεςοι έλληνες από το ελεύθερο βασίλειο
ωζά (αλλού οζά)τα ζώα, τα πρόβατα
ωξαποπισωθιόκατόπιν

http://dlib.libr.uoc.gr/Dienst/Repository/2.0/Body/ucr.philology.msc/2003planakis/doc
Αρχείο Θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού (τούρκικες λέξεις στα ελληνικά)
Τουρκικά δάνεια στα ελληνικά της Κρήτης (Βασίλης Ορφανός, δωρεάν βιβλίο)
« Last Edit: 08 Aug, 2022, 16:24:11 by spiros »


 

Search Tools