Idiom: ιδιωτισμός ή ιδιωματισμός;

banned8 · 6 · 31352

banned8

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 131
    • Gender:Male
Τι είναι το ιδίωμα;

Στους αρχαίους ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και η ιδιαιτερότητα του ύφους.
Σήμερα, σύμφωνα με το ΛΚΝ:

ιδίωμα: 1α. (γλωσσ.) τοπική παραλλαγή μιας γλώσσας, με μικρές αποκλίσεις από την κοινή γλώσσα στο χώρο της φωνολογίας, της μορφολογίας ή του λεξιλογίου· (πρβ. διάλεκτος): Το γλωσσικό ~ της Κύμης. Τα βόρεια ιδιώματα. Με την επικράτηση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας τα ιδιώματα παραμερίζονται. Παρόλο που έζησε πολλά χρόνια στην Αθήνα, μιλάει ακόμα το ~ της πατρίδας του. β. (σπάν.) ιδιαίτεροι φραστικοί και λεκτικοί τρόποι συγγραφέα. 2. (προφ.) ιδιαίτερη συνήθεια, λίγο ή πολύ παράδοξη και συνήθ. ενοχλητική· ιδιοτροπία: Έχει το ~ να διακόπτει τους συνομιλητές του.

Από το ιδίωμα φτιάχνεται το επίθετο ιδιωματικός. Πάλι στο ΛΚΝ:
ιδιωματικός -ή -ό: που ανήκει ή αναφέρεται στο γλωσσικό ιδίωμα: Ιδιωματικές λέξεις / εκφράσεις. Ιδιωματική σύνταξη / προφορά. ~ τύπος λέξης· (πρβ. ιδιωματισμός).

Ο ιδιωματισμός, από το ιδιωματικός και το ιδίωμα, είναι αναπόφευκτο να σημαίνει τη λέξη, την έκφραση ή τη σύνταξη που ανήκει η αναφέρεται σε γλωσσικό ιδίωμα, δηλαδή σε τοπική παραλλαγή.

Οπότε πώς μεταφράζουμε την αγγλική λέξη idiom;

Σύμφωνα με την Encarta, idiom είναι:
1. fixed expression with nonliteral meaning: a fixed, distinctive, and often colourful expression whose meaning cannot be understood from the combined meanings of its individual words, for example, ‘to have somebody in stitches’
2. natural way of using a language: the way of using a particular language that comes naturally to its native speakers and involves both knowledge of its grammar and familiarity with its usage
3. stylistic expression of person or group: the style of expression of a specific individual or group
4. ARTS distinguishing artistic style: the characteristic style of an artist or artistic group


Το επίτομο Oxford Dictionary of English λέει:
idiom: 1. a group of words established by usage as having a meaning not deducible from those of the individual words (e.g. over the moon, see the light). 1.a [MASS NOUN] a form of expression natural to a language, person, or group of people: he had a feeling for phrase and idiom. 1.b the dialect of a people or part of a country.
2 a characteristic mode of expression in music or art: they were both working in a neo-Impressionist idiom.


Ας περιοριστούμε στην πρώτη και πιο γνωστή σημασία: της φράσης, της παγιωμένης έκφρασης (fixed expression), που τη σημασία της δεν μπορούμε να την κατανοήσουμε από τη σημασία των μεμονωμένων λέξεων που την απαρτίζουν. Ως προς αυτό το σκέλος, ο idiom διακρίνεται από το collocation, το «σύνταγμα» κατά τους γλωσσολόγους. Πώς λοιπόν θα μεταφράσουμε το idiom;

Μα «ιδιωματισμό» ακούω να λέτε οι  περισσότεροι. Ιδιαίτερα όσοι έχουμε όλα αυτά τα χρόνια ασχοληθεί με τα αγγλικά από τα θρανία ή/και από την έδρα, γνωρίζουμε ακριβώς τι εννοούμε όταν διδάσκουμε ή διδασκόμαστε τους ιδιωματισμούς της ξένης γλώσσας. Προφανώς δεν διδάσκουμε ούτε localisms ούτε regionalisms ούτε dialectal words.

Ωστόσο, οι γλωσσολόγοι εδώ και πάρα πολλά χρόνια, τουλάχιστον από τον καιρό της Γραμματικής του Τριανταφυλλίδη (1938), προτείνουν τον όρο «ιδιωτισμός» ως απόδοση του idiom. Κάπου 5 σελίδες εκείνης της Νεοελληνικής Γραμματικής του αφιερώνονται στους ιδιωτισμούς. Και να τι λένε τα λεξικά για τον ιδιωματισμό και τον ιδιωτισμό:

ΜΕΙΖΟΝ:
ιδιωματισμός: τύπος λέξης, έκφραση, ή τρόπος εκφοράς του λόγου, χαρακτηριστικά μιας γλώσσας ή διαλέκτου.
ιδιωτισμός: τύπος λέξης, έκφραση ή ύφος λόγου που ιδιάζει σε γλώσσα, διάλεκτο ή ομιλία ανθρώπου που ανήκει σε ορισμένη κοινωνική ομάδα ή επάγγελμα.


ΚΡΙΑΡΑ:
ιδιωματισμός: έκφραση που αποκλίνει από την κοινή μορφή μιας γλώσσας από λεξιλογική, φωνολογική, σημασιολογική ή συντακτική άποψη: το κρητικό ερωτηματικό «ίντα» είναι ιδιωματισμός.
ιδιωτισμός: έκφραση ή σχήμα συντακτικό που συναντάται σε κάποια γλώσσα και που δεν έχει αντίστοιχο ισοδύναμο σε κάποια άλλη: οι ιδιωτισμοί της αγγλικής / γαλλικής γλώσσας


ΛΚΝ:
ιδιωματισμός: γλωσσικό φαινόμενο που εμφανίζεται σε τοπικές γλώσσες (ιδιώματα ή διαλέκτους), αλλά δε συνηθίζεται ή είναι άγνωστο στην κοινή μορφή μιας γλώσσας, (διαφορετικό από το ιδιωτισμός, βλ. λ.).
ιδιωτισμός: έκφραση με ιδιαίτερη σημασία ή σύνταξη που λέγεται σε μια γλώσσα, π.χ. «μαλλιά κουβάρια», «φωτιά και λάβρα», «άρον άρον»: Λαϊκοί / λόγιοι ιδιωτισμοί. Οι ιδιωτισμοί είναι στοιχεία εκφραστικά και αναντικατάστατα, που πλουτίζουν την κοινή γλώσσα. (διαφορετικό από το ιδιωματισμός· βλ. λ.).


ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ (1998):
ιδιωματισμός: 1. κάθε χαρακτηριστικό στοιχείο ιδιώματος ή διαλέκτου. 2. έκφραση της οποίας η σημασία δεν προκύπτει από τον συνδυασμό των σημασιών των λέξεων που την αποτελούν, π.χ. σιγά τα λάχανα! || μου πήρες τ’ αφτιά! || μου έκανες την καρδιά περιβόλι! ΣΥΝ. ιδιωτισμός.
ιδιωτισμός: ο ιδιωματισμός (βλ.λ.)


ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ ΣΧΟΛΙΚΟ (2004):
ιδιωματισμός: 1. κάθε χαρακτηριστικό στοιχείο ιδιώματος ή διαλέκτου, π.χ. μι βλέπ (=με βλέπει). 2. ο ιδιωτισμός.
ιδιωτισμός: έκφραση που η σημασία της δεν προκύπτει από τον συνδυασμό των σημασιών των λέξεων που την αποτελούν, π.χ. σιγά τα λάχανα!, μου πήρες τ’ αυτιά! ΣΥΝ. ιδιωματισμός (βλ.λ.)


Να μη νομιστεί ότι άλλα λέει το 1998 ο Μπαμπ. και άλλα το 2004. Να τι λέει μέσα σε ειδικό πλαίσιο, ήδη από το 1998:

ιδιωματισμός – ιδιωτισμός: Είναι καλό να γίνεται διάκριση ανάμεσα στο ιδιωματισμός και στο ιδιωτισμός.
Ιδιωματισμός είναι κάθε γλωσσικό στοιχείο (φωνητικό, γραμματικό, συντακτικό, λεξιλογικό) που αναφέρεται σε γλωσσικό ιδίωμα ή διάλεκτο της Ελληνικής. Π.χ. με δίνει (συντακτικός ιδιωματισμός των βορείων ιδιωμάτων της Ελληνικής) αντί του κοινού «μου δίνει». Κένωσε στο πιάτο, «άδειασε, σερβίρισε, βάλε στο πιάτο» (λεξιλογικός ιδιωματισμός). Πιδί (= παιδί, φωνητικός ιδιωματισμός) κ.ο.κ.
Αντίθετα, ιδιωτισμός είναι κάθε λεξιλογική φράση της κοινής Ελληνικής που αποτελεί ιδιαίτερη έκφραση με μεταφορική συνήθως σημασία. Π.χ. το ’βαλε στα πόδια, τα τσουγκρίσαμε, πήρε επάνω του, τρώει ξύλο κ.τ.ό.


Ο 15τομος Δημητράκος (που δεν έχει τον «ιδιωματισμό») αναφέρει στον «ιδιωτισμό»: «νεωτ. η χρ. φράσ. ή λέξ. ή ύφους ουχί εκ της εν χρ. γραπτής (λογίας) ή της καθωμιλημένης γλώσσης, αλλ’ εκ τοπικού ιδιώματος.

Αυτό προφανώς γράφτηκε πριν αρχίσει να επικρατεί η διάκριση Τριανταφυλλίδη. Η οποία προφανώς βασίστηκε στη γαλλική idiotisme: Forme ou locution propre a une langue, impossible a traduire litteralement dans une autre langue de structure analogue (gallicisme, anglicisme, germanisme, hispanisme, latinisme...) [Le Petit Robert].

Και οι Αγγλοι είχαν το idiotism (OED: A peculiarity of phrase; a current deviation or departure from the strict syntactical rules or usages of a language = idiom), αλλά κάπου στη διαδρομή σταμάτησαν να το χρησιμοποιούν. Έτσι, σε όλα τα αγγλικά βιβλία γλωσσολογίας η ιδιωματική έκφραση είναι idiom.

Εξαιτίας της επιρροής των αγγλικών στα μεταπολεμικά χρόνια, πες-πες idiom και «ιδιωματισμός», επικράτησε ο ιδιωματισμός σε βάρος του γαλλικού ιδιωτισμού. Και το βλέπει αυτό κανείς και σε πολλές σελίδες πανεπιστημιακών σχολών, όπου μιλούν για ιδιωματισμούς και εννοούν idioms. Δεν ξέρω πόσο πίστεψαν κι οι ίδιοι οι γλωσσολόγοι στον ιδιωτισμό, καθότι δεν προέκυψαν παράγωγά του. Έτσι, το idiomatic expression είναι ιδιωματική έκφραση και όχι ιδιωτιστική έκφραση, αφού άλλωστε και οι Γάλλοι για expression idiomatique μιλάνε.

Το περίφημο βιβλίο του Peter Mackridge για την Νεοελληνική Γλώσσα, στη μετάφρασή του από τις εκδόσεις Πατάκη, αφιερώνει το τελευταίο του κεφάλαιο στους ιδιωματισμούς και τις ιδιωματικές εκφράσεις της ΝΕ. Τίτλος του: Ιδιωματικότητα.

Και τι πρέπει να γίνει τώρα; Να αρχίσουμε να μιλάμε όλοι για idioms - ιδιωτισμούς για να μιλάμε σύμφωνα με τα λεξικά; Ή να συμφωνήσουμε με τον Μπαμπινιώτη του 1998 που αποτύπωνε πολύ σωστά τη γλώσσα όπως χρησιμοποιείται; Πώς θα διακρίνουμε κατά πόσο το «ιδιωματικός» αναφέρεται σε τοπικό ιδίωμα ή σε παγιωμένη έκφραση με ιδιαίτερη σημασία;

Εγώ προσωπικά θα κρατήσω τις εξής αντιστοιχίες στο ιδιόλεκτό μου:
idiom = ιδιωματισμός, ιδιωματική έκφραση
localism, regionalism = τοπική έκφραση, τοπικός ιδιωματισμός
idiomatic = ιδιωματικός (με το «τοπικός» αν χρειάζεται, όπου χρειάζεται)

Και τον ιδιωτισμό θα τον αφήσω εκεί που τον άφησαν οι Εγγλέζοι και τον αφήσαμε κι εμείς όλα αυτά τα χρόνια: στα αζήτητα.

Τι κάνουμε με τα ουσιαστικά-παράγωγα του idiom/atic;

Το επίτομο Oxford Dictionary of English δεν έχει κανένα. Η Encarta έχει μόνο το idiomaticness (261 Gs, δηλ. ευρήματα στο Google).
Το πολύτομο Oxford English Dictionary δίνει επίσης:
- idiomacy, [rare] Idiomatic quality. 1813 Examiner: Its pert slang and ungrammatical idiomacy.
(202 Gs) (Προτείνω: ιδιωματικότητα, ιδιωματική χροιά)
- idiomaticism. [rare] An idiomatic expression. 1862 Occasional ‘idiomaticisms', in such passages as it has been thought necessary to render literally will, we hope, be readily excused.
(33 Gs) (ιδιωματισμός)
- idiomaticity. The quality or state of being idiomatic. 1965 Language XLI. Mrs Palmer's translation is accurate, without sacrificing freedom or idiomaticity. 1971 T. F. Mitchell in Archivum Linguisticum II. 57 Although such correspondences [as make up to = flatter, make it up to = compensate, etc.] are usually suggestive, they are apparently not a necessary condition of idiomaticity.
[5920 Gs]

Από αυτά είναι προφανές ότι το ουσιαστικό που βρίσκεστε σε ευρεία χρήση είναι το idiomaticity, σαφές παράγωγο του idiomatic και σε πλήρη αντιστοιχία προς την «ιδιωματικότητα».

Στο διαδίκτυο θα βρούμε και τον όρο idiomacity (57 Gs), παράγωγο της δεκαετίας του 1990, άγνωστης σ’ εμένα προέλευσης. Είναι προϊόν τερατογένεσης, μια και οι λέξεις σε –acity αντιστοιχούν σε επίθετα από –acious (capacious, capacity; voracious, voracity; rapacious, rapacity; vivacious, vivacity). Τη χρησιμοποιούν κατ’ εξοχήν μη αγγλόφωνοι και δεν αντιλήφθηκα να έχει περιεχόμενο διαφορετικό από το idiomaticity.
« Last Edit: 09 Dec, 2013, 12:09:11 by spiros »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73948
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Nίκο μου, έχω κρατήσει εδώ και χρόνια στο ιδιόλεκτό μου τις λέξεις με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως εσύ. Και χαίρομαι που με όλα όσα παραθέτεις σιγουρεύομαι για την ορθότητά τους.

Είναι, ωστόσο, φανερό πως οι ιδιωματισμοί και ιδιωτισμοί αφορούν πάντα συγκεκριμένες λέξεις ή φράσεις και δεν περιγράφουν το άπαν μιας γλώσσας.

Οπότε μπορούμε να μιλήσουμε για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά, ή ακόμη και την προσωπικότητα ή την ιδιοτυπία μιας γλώσσας, αυτήν που την καθιστά ξεχωριστή και ιδιαίτερη. Αυτά όσον αφορά το idiomacy που είναι μια περίεργη λέξη, ανύπαρκτη στα λεξικά και τη γλωσσολογία, ελαφρώς "μπάσταρδη" σε μια προσπάθεια να θυμήσει το idiom και την αρχαία ελληνική "ίδιον". Οι γκουγκλιές μιλάνε για idiomacy γλώσσας κατά περιοχές, για idiomacy συγγραφέων αλλά και καλλιτεχνών. Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να την αποδώσουμε ως "ιδιωματικότητα" στα ελληνικά όταν αφορά τη γλώσσα.

Γιατί αν μιλάμε για το idiomaticity είναι σίγουρα η ιδιωματικότητα μιας και είναι το ουσιαστικό του idiomatic=ιδιωματικός.
« Last Edit: 19 Jul, 2005, 00:29:58 by wings »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



linguist

  • Semi-Newbie
  • *
    • Posts: 3
    • Gender:Male
Είμαι νέο μέλος του forum και συγχαίρω τους συντελεστές για τη ζωντάνια και την ευστοχία στις τοποθετήσεις και παρατηρήσεις τους. Πριν από 2 περίπου χρόνια ετέθη το ζήτημα των όρων ιδιωματισμός - ιδιωτισμός. Θα ήθελα σύντομα να τοποθετηθώ, υποστηρίζοντας από άλλη σκοπιά, την άποψη του nickel. Ο ιδιωματισμός έχει πράγματι συνδεθεί με τον όρο "ιδίωμα" και χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς τον όρο "ιδιωτισμός" που΄ισοδυναμεί με το "idiom". Κατά τη γνώμη μου, παρά τη διάκριση που προτείνουν τα λεξικά ΙΝΣ και Μπαμπινιώτη, ο όρος "ιδίωμα" είναι μόνο ελληνοκεντρικός και δεν ισοδυναμεί πλέον με κανέναν όρο στη σύγχρονη διαλεκτολογία. Οι ποικιλίες μιας γλώσσας, ανεξάρτητα από το είδος και την ποσότητα των συστηματικών διαφορών τους, ονομάζονται στη διεθνή βιβλιογραφία "dialects". Άρα και στα ελληνικά αν θέλουμε να είμαστε ενήμεροι θα πρέπει να μιλάμε για διαλέκτους. Αυτό έχει την περαιτέρω συνέπεια να απελευθερωθεί ο όρος "ιδιωματισμός" για να διατεθεί στο idiom. Άλλωστε, νομίζω ότι το θίγει αλλά δεν το απαντά ο nickel, και οι παράγωγοι όροι έτσι αποκτούν συστηματικότητα στην απόδοσή τους στα ελληνικά: idiomatic - ιδιωματικός, idiomaticity - ιδιωματικότητα, idiomatically - ιδιωματικά κ.ο.κ. το διαθέσιμο θέμα δηλαδή για όλα τα παράγωγα είναι το "ιδιωματι-" από το "ιδιωματισμός". 


fil

  • Full Member
  • ***
    • Posts: 543
    • Gender:Female
  • I Love Backgammon!!!
Δεν προλαβαίνω να διαβάσω όλο το νήμα, απλώς θυμήθηκα πως είχα κάνει ένα γλωσσάρι μεταφραστικών όρων (πώς μετέφρασαν ορισμένους όρους από τα γερμανικά στα ελληνικά μεταφρασεολόγοι-συγγραφείς) και βασίστηκα στο 4γλωσσο λεξικό FIT [(International Federation of Translators), edited by: Cormier Monique C., Delisle Jean, Lee-Jahnke Hannelore, «Terminologie  de la traduction – Translation Terminology – Terminología de la traducción – Terminologie der Übersetzung»]


Σύμφωνα, λοιπόν, με το λεξικό αυτό υπάρχουν τα ακόλουθα συνώνυμα & ερμηνείες:

(Τα παρακάτω συνώνυμα τα απέδωσα ως "ιδιωτισμός", σε συνδυασμό και με τις ερμηνείες του Μπαμπ.)

set phrase (en)= 1. A word group established through usage, whose sense is often metaphorical...2. A group of words possessing a separate signification and a grammatical function....
locution (fr)
Redewendung (de)

(Τα παρακάτω συνώνυμα τα απέδωσα ως "ιδιωματισμός")

idiomatic expression ή idiom (en)= An expression consisting of two or more words used in a given language whose meaning cannot be simply predicted from the meanings of its constituent parts and that does not have a literal equivalent in another language...
expression idiomatique ή idiotism (fr) (χμμ, το γαλλικό μου τα χαλάει λίγο)
idiomatische Wendung ή Phraseologismus (de)






banned8

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 131
    • Gender:Male
Γιατί όχι "set phrase = παγιωμένη έκφραση";

Μη σ' ενοχλεί το γαλλικό. Αυτοί έχουν το idiome για το ιδίωμα = διάλεκτος και το idiotisme (με -e) για τον ιδιωματισμό.



linguist

  • Semi-Newbie
  • *
    • Posts: 3
    • Gender:Male
Θα συμφωνήσω με τον nickel για την "παγιωμένη έκφραση", παρότι έχουμε και το (ειδικότερο) επίθετο "frozen" που χρησιμοποιείται π.χ. στις εκφράσεις "frozen metaphor" που αλλού απαντά και ως "dead metaphor" (νεκρή μεταφορά). Νομίζω πως ένας γενικός κανόνας θα μπορούσε να είναι να σεβόμαστε την εσωτερική δομή του αρχικού όρου και να τον αποδίσουμε παρόμοια και στα ελληνικά (δηλ. μονολεκτικά - περιφραστικά). Άλλωστε το επίθετο "ιδιωματικός", όπως είπαμε αγνοώντας τον "ιδιωτισμό" μας είναι διαθέσιμος για τις φράσεις: idiomatic expression : ιδιωματική έκφραση, το δε γερμανικό ως "φρασεολογισμός" που απαντά στη (λίγο παραδοσιακή) βιβλιογραφία.


 

Search Tools