Dauerstrombelastbarkeit → ρευματοφόρος ικανότητα, χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος, δυναμικότητα μεταφοράς ρεύματος, μέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 856908
    • Gender:Male
  • point d’amour
Dauerstrombelastbarkeit → ρευματοφόρος ικανότητα, χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος, δυναμικότητα μεταφοράς ρεύματος, μέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα

current-carrying capacity
IEC 60050 - International Electrotechnical Vocabulary - Details for IEV number : ""

English: current-carrying capacity; Danish: strømbelastningsevne | tilladelig strømstyrke; German: Strombelastbarkeit; Greek: τρέχουσα ισχύς ρεύματος | δυναμικότητα μεταφοράς ρεύματος | χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος | μέγιστη αποδεκτή ένταση ρεύματος; Spanish: intensidad de corriente máxima admisible; Finnish: virransieto; French: intensité maximale admissible; Italian: capacità di corrente portata; Dutch: stroomvoercapaciteit; Swedish: strömbelastningsförmåga

English: current carrying capacity; German: Strombelastbarkeit; French: capacité conductrice; Italian: portata | capacità di corrente; Dutch: stroomdoorvoercapaciteit; Portuguese: capacidade condutora

English: continuous current-carrying capacity | current-carrying capacity | ampacity; Danish: strømbelastningsevne | kontinuerlig strømbelastningsevne; German: dauernde Strombelastbarkeit eines Leiters; Greek: μέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα; Spanish: corriente permanente admisible; Finnish: johtimen jatkuva kuormitettavuus; French: courant admissible | courant permanent admissible; Italian: portata in regime permanente; Dutch: continu toelaatbare stroom van een leiding; Portuguese: corrente (permanente) admissível; Swedish: strömbelastningsförmåga | strömvärde
Look up Multiple Greek, Ancient Greek and Latin dictionaries — Οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον· ἄνουν γὰρ καὶ ὀλιγόφρον, διὰ τοῦτο καὶ πολύφωνον (Plutarch)


 

Search Tools