Login
Social Login
Register
Menu
Home
Forum Home
Site Home
Ancient Greek Dictionary
Help
Forum Help
FAQ
Rules
Converters...
Currency
Measurements
Polytonic to Monotonic
Greeklish
Beta Code
Gibberish
Tmx to text
Excel to tmx
Excel to MultiTerm
Utilities...
Fix final -n
Word Macros
Rule of three calculator
Greek accentuator
Fix punctuation
E-mail clean up
Calculator
What's new
Search
Forum Search
Search Tools
Magic Search
How to
Forum
EN⇄EL
All langs
Google
Greek
DE⇄EL
FR⇄EL
IT⇄EL
ES⇄EL
TR⇄EL
Resources
LA⇄EN/EL
EN🠒EL MS
AncientGR
LSJ
Translation - Μετάφραση
»
Translation Assistance
»
Other language pairs
»
German→Greek Translation Forum
»
Dauerstrombelastbarkeit → ρευματοφόρος ικανότητα, χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος, δυναμικότητα μεταφοράς ρεύματος, μέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα
Dauerstrombelastbarkeit → ρευματοφόρος ικανότητα, χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος, δυναμικότητα μεταφοράς ρεύματος, μέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα
spiros
·
1 ·
157
« previous
next »
Print
Pages:
1
Go Down
spiros
Administrator
Hero Member
Posts:
856908
Gender:
Male
point d’amour
Dauerstrombelastbarkeit → ρευματοφόρος ικανότητα, χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος, δυναμικότητα μεταφοράς ρεύματος, μέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα
on:
17 Mar, 2023, 19:06:07
Dauerstrombelastbarkeit → ρευματοφόρος ικανότητα, χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος, δυναμικότητα μεταφοράς ρεύματος, μέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα
current-carrying capacity
IEC 60050 - International Electrotechnical Vocabulary - Details for IEV number : ""
English
:
current-carrying capacity
;
Danish
:
strømbelastningsevne
|
tilladelig strømstyrke
;
German
:
Strombelastbarkeit
;
Greek
:
τρέχουσα ισχύς ρεύματος
|
δυναμικότητα μεταφοράς ρεύματος
|
χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος
|
μέγιστη αποδεκτή ένταση ρεύματος
;
Spanish
:
intensidad de corriente máxima admisible
;
Finnish
:
virransieto
;
French
:
intensité maximale admissible
;
Italian
:
capacità di corrente portata
;
Dutch
:
stroomvoercapaciteit
;
Swedish
:
strömbelastningsförmåga
English
:
current carrying capacity
;
German
:
Strombelastbarkeit
;
French
:
capacité conductrice
;
Italian
:
portata
|
capacità di corrente
;
Dutch
:
stroomdoorvoercapaciteit
;
Portuguese
:
capacidade condutora
English
:
continuous current-carrying capacity
|
current-carrying capacity
|
ampacity
;
Danish
:
strømbelastningsevne
|
kontinuerlig strømbelastningsevne
;
German
:
dauernde Strombelastbarkeit eines Leiters
;
Greek
:
μέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα
;
Spanish
:
corriente permanente admisible
;
Finnish
:
johtimen jatkuva kuormitettavuus
;
French
:
courant admissible
|
courant permanent admissible
;
Italian
:
portata in regime permanente
;
Dutch
:
continu toelaatbare stroom van een leiding
;
Portuguese
:
corrente (permanente) admissível
;
Swedish
:
strömbelastningsförmåga
|
strömvärde
Look up Multiple Greek, Ancient Greek and Latin dictionaries
— Οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον· ἄνουν γὰρ καὶ ὀλιγόφρον, διὰ τοῦτο καὶ πολύφωνον (
Plutarch
)
Print
Pages:
1
Go Up
Translation - Μετάφραση
»
Translation Assistance
»
Other language pairs
»
German→Greek Translation Forum
»
Dauerstrombelastbarkeit → ρευματοφόρος ικανότητα, χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος, δυναμικότητα μεταφοράς ρεύματος, μέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα
Search Tools
Search
This topic
This board
Entire forum
Google
Bing
Username
Password
Always stay logged in
Forgot your password?