bottleneck → στόμιο φιάλης, λαιμός φιάλης, κυκλοφοριακή συμφόρηση, σημείο συμφόρησης, σημείο κυκλοφοριακής συμφόρησης, συνωστισμός, στένωση, μποτιλιάρισμα, παρεμπόδιση, δυσχέρεια, εξελικτική στενωπός, γενετική στενωπός
Zazula ·
31 · 7081